Ευαγγελία Τυμπλαλέξη – Επιστολή στην Εξουσία…
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Αγαλλιάσεις για χειραφέτηση ομαδική, μα η απώλεια σχηματοποιείται γεωμετρικά κι αποδεσμεύσεις πράττει διοξειδίου του άνθρακα. Θρήνοι για τη χαμένη συνοχή.
Μιαν αδαημοσύνη οργανωτικής θεωρίας και στα Πανεπιστήμια να παν οι ευγενείς από ανατροφή και τζάκι.
«Τι τη θέλουν την τριτοβάθμια οι πληβείοι;» γκαρίζουν οι πατρίκιοι με των παμφάγων την παρόρμηση.
Ομάδες εδώ-Ομάδες εκεί, αυθαιρετούν στη βούλησή μου, μέλος τους πως να γενώ, εγώ η α-δέσποτη με του αυτοδίδακτου τη σιγουριά.
Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή. Δονείται η οθόνη του κινητού μα κανένας αριθμός, ούτε καν ένδειξη «απόκρυψης».
–Εδώ φρίκη. Εκεί;; μια φωνή στριγκιά απ’ το υπερπέραν με τόνο επιτακτικό, απόκριση ν’ αξιώνει.
Πέφτει το ακουστικό απ’ τα χέρια και τραμπαλίζει εκλιπαρώντας. Σ’ αυτόν που μήνυσα να ‘ρθει, το αναλλοίωτο έριξε στην αντίστροφη μέτρηση.
Μ’ όλα τούτα τα φτιασιδώματα πόσες στιγμές σου χάρισα γέλιου, και πόσα περίγελου αγιάσματα σαβανωμένου.
Κι όταν το σπλάγχνο μου έγινε σπλάχνο, κι ο ακρωτηριασμός άρχισε τα εντόσθιά μου ν’ αποξηραίνει∙
Κι όταν η Γνώση η ίδια μεροληπτούσε μα οι δάσκαλοί μου άφαντοι της αιμορραγίας να καθετηριάσουν τα ύποπτα λοφία∙
Κι όταν τα τεχνητά σου δάκρυα τη ριγέ μου λέκιαζαν φόρμα, κι οι ελιγμοί να μ’ αφορίζουν, επίδοξους σαν οπτασιαζόμουν σωτήρες∙
Κι όταν οι Έρωτες όλοι στο ΕΓΩ τους με θυσίασαν∙
Κι όταν το ρύζι απόσωσε στο πιάτο∙
Κι όταν οι δικτάτορες επαίρονταν γι’ αγιοσύνη, επειδή η Δημοκρατία το εκμαγείο φόρεσε χειρότερου φασισμού∙
Έτσι ανύποπτη κι αγαθιάρα να περνώ απ’ το Πειθαρχικό για έλλειψη πανουργίας, μ’ όλα τα ηλεκτροσόκ να εγγυώνται τη φυλάκιση της μνήμης στη σαρκοφάγο.
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Τόσα κάγκελα να με περικλείουν και σύρματα ηλεκτροφόρα.
Μια νυχτερίδα μικρή, π’ αυθάδικα τρύπωσε στο δώμα, πως να φονεύσεις.
Την έπιασα απ’ τα φτερά, ενδεικτικό μιας δίτομης προσπάθειας, να τη βγάλω στο μπαλκόνι. Κόλλησε το υγρό της πάνω μου. Κι άλλος που δεν εμπιστεύεται την ελευθερία του, μονολόγησα με εφησυχασμό-πανικό ανάμικτα. Βρες της μια διαταραχή, στον Πίνακά σου ν’ αναρτήσεις. Ή στείλ’ την στη Βιστωνίδα, όρκους να προσκυνά στο περίγραμμα, χρυσόβουλα να μεταφέρει αφρούρητα από POS, έτσι κι αλλιώς τα πουλιά παράξενα κρώζουν πια εκεί. Σ’ εσένα επαφίεται θεραπευτικό μου Κράτος.
Ξέρω πως με κρυφοκοιτάζεις!
Στους πυροκροτητές να τρέχω ανάμεσα με του Ορφανού τη Δύναμη.
Μια κυνική φωτοχυσία στο σκοτάδι, π’ αναλώνεται στα έλυτρά της∙
Μιαν έξωση βίαιη από τραύμα διαμπερές, π’ ευτελίζει την παρερμηνεία.
Πως κρυφοδιαβάζεις, ξέρω!
Τον επώνυμο βηματισμό μου στους γκρεμνούς. Όταν έβαλες τους παρατρεχάμενούς σου να κλέψουν τα ημερολόγιά μου, κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού. Όταν τα πληρωμένα σου έβαλες τσιράκια τα βιβλία μου να διαβάσουν, μ’ αβάσταχτη του δωσιλογισμού ελαφρότητα.
Μιαν αρθρωμένη κοσμοθεωρία, π’ εισβάλλει στην ακτογραμμή σου συνεπαρμένη∙
Μιαν εξουσία ιδιωτική, π’ άκριτα σείει τα δάχτυλά της.
Ξέρω πως με μισείς!
Επειδή τ’ εκκρεμούς μ’ απορροφούν οι ταλαντώσεις, όταν τις σταυροφορίες του εκκινεί ο Χρόνος. Τη γέννηση στην αναπαραγωγή να ρίξει, το μόχθο στου Κυβερνητισμού τους δια χειρισμούς∙ διαμορφώσεις να προικίσει η Μελέτη, στα κλειδωμένα δωροθετώντας το Πάθος∙ και τα οστά στης Γης τους κονιορτούς. Ποια αιχμαλωσία κλήτευσε τους χτύπους, τίμημα ελευθέρωσης να διαγιγνώσκουν, για τους απρόσφορους χρωματισμούς του Βίου…
Κι εγώ σε κρυφοκοιτάζω!
Στης άλικης απελπισίας σου τη σπουδή∙ κι όλες οι πέτρες παρούσες, στην αβαθή της οργής μου αμπολή. Άναρχα πολύγλωσσες, αναρχικά απρόσκλητες∙
Όταν το έδαφος ολισθηρό κι αβέβαιο, ιδεολογικά είναι επιλήψιμο.
Κι εγώ σε κρυφακούω!
Με το τεράστιο θαλασσινό κοχύλι∙ χνάρια οι κυνισμοί που με γοητεύουν, τίγρεις καθώς κοιμίζουν στη μουσκεμένη άμμο∙ στ’ αυτί σιμά τ’ ωκεανού όλα τα παράπονα.
Τόσα χάρισες στη γκρίζα φυλή, να περισπάς την προσοχή της, να ξεχνιέται. Να εκπαιδεύεται στην υποδούλωση, ν’ αντέχει την καταφρόνια. Σ’ ηδονές να βυθίζεται, μ’ ανέραστη από θλίψη. Τι να τα κάνεις και τα πάρκα χωρίς φύλλα. Τι να τα κάνεις και τόσα συρτάρια χωρίς ενθύμια.
Στις παρελάσεις μπαινοβγαίνουν σφήκες και στα δηλητηριώδη καταγώγια αφουγκράζονται οι ιθύνοντες τον τρόμο τους, σαν ρόχθο ζώου πριν τη σφαγή, βαρκούλα να πετά τη δορά του στα μανιασμένα αφρόνερα, τους ξενιτεμένους της να περιμένει.
Σε καμιά οικοδέσποινα πραμάτειες δεν ευδοκιμούν κλοπιμαίες. Μήτε τ’ αλισβερίσι με του Παρθενώνα τις σκιές. Στον στοχασμό μολυσμένο θα είναι πάντα το αίμα.
Είν’ ωραίο να μην μ’ αγαπάς!
Το δέρμα μου βγάζει τρίχες χοντρές κι αλλιώτικες∙ τα μπλε μου μάτια γίνονται κόκκινα κι οι θνητοί δεν μπορούν να τα βλέπουν∙ δεν χρειάζομαι φωτιές για να διώξω τους λύκους.
Είν’ ωραίο να μην έχω άλλο τίποτα να χάσω!
Παραμύθια γράφει η ανεμελιά, οι εφιάλτες γράφουν Ποίηση.
Είν’ ωραίο να μην μ’ αγαπούν!
Δεν φυλάκισα Κανέναν, στην κόκκινη βαλίτσα μου.
Λίγο πριν ξημερώσει και δεν κοιμάμαι!
Για τους τύπους δεν σου χτυπώ το ρόπτρο, ειδάλλως γνωρίζω πως ούτε κι εσύ κοιμάσαι. Στο μαξιλάρι σου κοριοί, όσα στρατεύματα στην αιώρα να σου φέρνουν αέρα.
Κοίταξέ με!
Φανερά στην ανοιχτοσύνη, indemne des malheurs.*
Μην ξεχάσω ν’ απαντήσω στον εκκωφαντικό ήχο. Στην άλλη ακρη τ’ ακουστικού μ’ αδημονία ακόμη περιμένει. Σε πόσα όρη σκούρα τις στρατιωτικές του να πραγμάτωσε ασκήσεις.
– Φρίκη κι εδώ…