Tout est Noir
Tout est Noir
Soudain…
Το ΤΙΠΟΤΑ έχει όχθες στη ρίζα μου
Δεν ξέρω πόσοι Φωτοδότες σέρνουν τις πουλημένες τις Ψυχές
Πάνω στο Θήραμα με λύρες ακούρδιστες μα πλάνες
Ὸπως η Φυγή ακινητεί στην Αρένα σιμά
Τα Ζώα δεν αναπόλησαν καμιά Κιβωτό
Ήσαν πολύ αρμονικά για επιβίωση τα σανίδια της
Και η συνενοχή με πόνους διαβολεμένους στα στήθη
Μόνο κουβαλούσαν σε Σταυρό του σώματός τους τη μορφή
Απέναντι σε Τάφους όπου χόρευαν Νεκροί
Ξυπνούν-τρώνε-Αφοδεύουν-Αυνανίζονται-Κοιμούνται
Τα βλέπω-τα βλέπω-τα βλέπω πίσω απ’ τα κάγκελα
Και ξαναξυπνούν συνεπαρμένα απ’ την Τρομολαγνεία
Προσηλωμένα σε Οθόνες που ξερνούν φέρετρα και Θανατοναυτία
Και πάλι αυνανίζονται κι απ’ τη μαλακία τα χύσια
Στους Βόθρους επιπλέουν μαζί με τα κάτουρα
Και απ’ τα ψυχοτρόπα την αψάδα
Τα βλέπω-τα βλέπω-τα βλέπω πίσω απ’ τα κάγκελα
Απώλεσαν τον προορισμό οι Βόλτες
Κι ο βηματισμός ένα είδωλο κατοπτρικό
Τα Ζώα δεν έβαλαν γερτά στην Κιβωτό το ραχάτι
Κάθησαν σιωπηλά απλώς στο Κέντρο
Κείνου του Κύκλου που έκανε κουκκίδα του το διεσταλμένο Τέλος
Άφησαν απλώς το κορμί τους από Αδιαφορία να σπαράξει
Σωρεύοντας τις συγκινήσεις με του αγρότη τη δικράνα
Μπήκε το καθημερνό υπό της Ταπεινώσεως τη ράβδο
Η Τέχνη κι οι Ιδέες από Ύπαρξη κολοβές
Κι η Φαντασία των Απόκληρων ψαύει Βαστίλλες να γκρεμίσει
Αλλά τα ντανιασμένα αγαθά να τα κοιτούν μόνο με κουπόνι
Κι όσο η Επιβίωση ακριβαίνει και φρουρείται
Τόσο ευτελίζεται η Ζωή
~ ~ ~
Δεν είναι μόνο η Άνοιξη
Το Κράτος έβαλε κλειδοκράτορα τον Πέτρο
Κι εκεί στον Βόσπορο κάτι Λιτανείες Νωθρές
Και στα χωράφια πέφταν οι Λάμες πάνω στα άσματα με φόρα
Το Κράτος διέταξε τη Βία τον Θεριστή για να νικήσει
«Θα σε παρασημοφορήσω. Προχώρα!»
Και με κλωτσίες στον πισινό του Σκελετού μου
Τη Σήψη τη Μελλοντική στα σπάργανα τυλίγει
~ ~ ~
Όταν ξυπνώ ίσως να μην είναι πρωί
Μεγάλωσαν τα Νύχια μου στις Οπλές
Κι οι τρίχες μου σκληρές επιπολάζουν το αιδοίο
Τολύπες από ακάραια πίσω απ’ τις μασχάλες
Φυσάει και Βήχω ευτυχώς
Σκάβει ο πυρετός στο ευερέθιστο πηγάδια
Και στάζει η μύτη μου ένεκα αλλεργίας
Τ’ Αμφίβια με ληστρικές Προθέσεις τάχα Δικαιοπραγίας
Τη Φύση μου καραδοκούν στο αμέθυστο να ρίξουν
Τα βλέπω-τα βλέπω-τα βλέπω πίσω απ’ τα κάγκελα
Δεκάρα δεν έχω στην τσέπη τσακιστή
Μ` αφήνω να το παίζουν «προλετάριοι» οι Γιάφκες και τα Σαλόνια
Το μυαλό μου είναι πάνω στο κομοδίνο
Και τ’ αυτοσχέδια ξυράφια δίπλα στους φαλλούς
Ουρλιάζουν ψαλιδισμένοι κι αναχαράζουν το ύστερο
Τα λέπια τους διπλώνουν τα μολυσμένα Ψάρια
Ντόρτια έφερα στην παρτίδα με τον Hannibal
Θα πιούμε κρασί μαζί αλλά θα φάει Μόνος τη Φάβα
Έτσι όπως αλυσόδετος κι αυτός στα χνώτα της Μαλάρια