Χάρη & Πάνου Κατσιμίχα – ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ – 1996
Η πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου Καλλονής.. ζωγραφίζει την Αγέλαστη Πολιτεία .
Στίχοι: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Μουσική: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Μια φορά κι έναν καιρό
Μία φορά κι εναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ΄ όλες εξεχώριζε σ΄ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να `τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
Τα Παιδιά Της Τρέλας
(Αφήγηση)
Την ξέρω αυτή τη πόλη εκεί γεννήθηκα.
Kαι θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα
που ήρθαν οι Καλικάντζαροι
και έφεραν τα πάνω κάτω.
Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι;
Ωχ!, έρχοναι! Κρυφτείτε ν΄ ακούσουμε.
(Τραγούδι)
Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλλας
είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.
(Αφήγηση)
Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
(Τραγούδι)
Είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο χορευτές
είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.
(Αφήγηση)
Αυτό αλήθεια είναι, το σωστό να λέγεται.
(Τραγούδι)
Ααααααα!
(Αφήγηση)
Ο αρχηγός τους!
(Τραγούδι)
Με λένε Μανδρακούλο, με λένε Μανδρακούλο.
Τον λένε Μανδρακούλο, τον λένε Μανδρακούλο.
Με λένε Μανδρακούλο, με λένε Μανδρακουλο.
Πάρε τον πούλο, πάρε τον πούλο.
(Αφήγηση)
“Σκάστε βρωμόστομοι,
διότι θα επιβάλλω κυρώσεις.
Γυρίστε στις δουλείες σας αμέσως!
Τεμπελόσκυλα!”
Κόβε Πριονάκι Μου
(αφήγηση)
Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον απάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω –πλαφ! σαν άδειο μπαλόνι. «Χο, χο, χο!» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο, χο, χο!» γελάγαμε κι εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:
(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!
(αφήγηση)
Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι πάλι το έχουν υπόψη τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα… ΄΄φυτίλια΄΄. Μάλιστα!!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν… έκρυθμες καταστάσεις
Έκρυθμες Καταστάσεις
(τραγούδι)
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σαν λείπουν οι ψωμάδες
και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
οι κότες νιαουρίζουνε κι οι γάϊδαροι λαλούνε.
Κόβε Πριονάκι Μου
(αφήγηση)
Να, όλο κάτι τέτοια κάνουν… Των Θεοφανείων όμως… «Φέγατε, να φεύγουμε, τι έφτασ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστήρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό.»
Κι έτσι γυρίζουν κακήν κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί ωχ! συμφορά τους. Το δέντρο της γης έχει θρέψει κι άντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι…
(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!
(αφήγηση)
Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν κι έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα.
Μια Ώριμη Συζήτηση
(αφήγηση)
Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά — δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθήσανε και το σκεφτήκανε, ώριμα. Βλέπεις, είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες. Συζητούσανε και άκρη δε βγάζανε… μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικάντζαρος και είπε:
«Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούς να κάνουνε τις βλακείες κι εμείς να τους βλέπουμε και να…, και να γελάμε! Ποιούς όμως να βρούμε και να πειράξουμε;»
Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία.
Την παραμόνη λοιπόν των Χριστουγέννων, πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο… Νύχτα… Η πράσινη κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους έκαιγε μεγάλη φωτιά… Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι! Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά — σιγά… το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάντζαροι κάτι ετοίμαζαν, πήγαιναν — ερχόντουσαν πήγαιναν — ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά…
Ασυνάρτητο Συνάφι
(τραγούδι)
Βάλτε παντού διπλές φρουρές κι ο χρόνος δε μας φτάνει,
τρελό εστήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.
(αφήγηση)
«Αχ παρδαλό μου κι ασυνάρτητο συνάφι, μες στο τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει, ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες στα δάση και γελάει.»
(τραγούδι)
Πέστε λογάκια μαγικά, γλυκά σαν παντεσπάνι,
και πριν λαλήσει ο πετεινός, έτοιμο το βοτάνι.
Ρέιβ Πάρτι
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
(αφήγηση)
Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Ερχόνταν συνεχώς καινούριοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σαν μουρλοί γύρω απ’ το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε τ’ άλλο!» Όλοι τον ΄΄έγραφαν΄΄ κανονικά. «Εμπρός!» έλεγε στο γαϊδούρι . «Βρε, που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτι!!!
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
Το Βαλς Της Μόνικας
(αφήγηση)
Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα… Άραγε τι δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπίνια. «Α!», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! — έλα μέσα.» Αυτή μου απάντησε: «Όχι, έλα εσύ έξω!» και μου έγνεψε να ανέβω στη πλάτη της. Ανέβηκα, άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά, πάνω απ’ την πόλη… Αχ! Τι όμορφα που ήταν… Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους. Κάνανε κύκλους πάνω από την πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα που ήταν μάλλον αρχηγός πήρε στροφή κι άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα… που μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα! Στο ξέφωτο τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδούν. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία — μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάντζαρος, ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο Μανδρακούλος με τ’ όνομα, κι έδωσε το σύνθημα για το χορό:
Πολύ Έκρυθμες Καταστάσεις
(τραγούδι)
Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες.
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας — θα βρέξει καραμέλες!
Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες…
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια…
Βοτάνι, Βοτανάκι
(αφήγηση)
Εν τω μεταξύ κάτω στην Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον ΄΄ύπνο του δικαίου΄΄, κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράματα και θάματα…
(τραγούδι)
Βοτάνι, βοτανάκι, εννιά φορές να βράσεις,
να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.
(αφήγηση)
Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά — έβραζε και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
Σε μια στιγμή η φωτιά δυνάμωσε και το ξέφωτο άστραψε σαν χρυσάφι και ‘κει μέσα από τη λάμψη ξεπρόβαλε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα.
«Α! νάτη, νάτη, νάτη ήρθε!» φώναξαν οι καλικάνταροι. Ο Μανδρακούλος ψιθύρησε: «Ήρθε το πνεύμα της παπαρούνας» και το μικρό κορίτσι τραγούδησε:
Το Πνεύμα Της Παπαρούνας
(τραγούδι)
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
στου Γολγοθά τους λόφους γεννήθηκα εγώ,
έρχομαι με την άνοιξη, Αγάπη τ’ όνομα μου,
από τους μύθους έρχομαι, βαθειά, απ’ τον καιρό.
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
κι απ’ των αθώων τα όνειρα είμαι πλασμένη εγώ.
(αφήγηση)
Από τα χείλη του καζανιού άρχισε τώρα να βγαίνει ένας λεπτός καπνός και μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι που έγινε ένα ροζ σύννεφο σαν το μαλλί της γριάς που πουλάνε στα πανηγύρια… Έπειτα οι καλικάντζαροι φύσηξαν φου… φου… όλοι μαζί και ουπ… το σύννεφο πήγε και στάθηκε πάνω από την πόλη.
Ο αέρας ευώδιαζε απ’ τον ανθό της κερασιάς. Ναι, πάνω στο χιόνι είχαν φυτρώσει κερασιές.
Μετά από λίγες ώρες, λίγο πριν ξημερώσει… φύσηξε στην κοιλάδα ένας ζεστός άνεμος… Το σύννεφο έλιωσε και έγινε βροχούλα… Σε λίγο ξημέρωσε Χριστούγεννα… Χρόνια πολλά…
Χαμός Στο Ίσιωμα
(τραγούδι)
Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δε μένουν,
και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν…
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
και φαγοπότι στήσανε στη μέση στη πλατεία
κι ήρθαν κι οι μουσικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.
(αφήγηση)
Ξαφνικά, οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολύ γελαστοί — και ομιλητικοί, αλλά πολύ ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά… ματς μουτς». «Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά — σιγά, ένας — ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω! Κι ενώ συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα κι άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάντζαρων: Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο Μολυβένιος Στρατιώτης με τη μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγιερ, Die Bremerstadt Musikanten, ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας, ο γέρο Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια… «Γεια σου οικογένεια… ω, ω, ω, ω, ώπα…», «υπόσχομαι ότι…». Ο Κάρλος Καστανέντα, ο Τζέρι Γκαρσία, ο Τζίμι Χέντριξ… Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ότι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά… Χαμός στο ίσιωμα!!
Χορέυανε, χορεύανε… μέχρι που νύχτωσε… και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους… Έγειραν όλοι εκεί κι αποκοιμήθηκαν… κι έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών. Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους κι έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές…
Την άλλη μέρα χιόνισε. Χιόνιζε πάνω απ’ το σιωπηλό κόσμο… χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.
Το Επόμενο Πρωί
(αφήγηση)
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας, κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο — τρεις ξένοι που έτυχε να ‘ναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην Αγέλαστη Πολιτεία, κάηκε το πελεκούδι…, κάηκε…». Δε βαριέσε όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.
(τραγούδι)
Εμείς γι’ αυτά δεν είμαστε, τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε και λένε παραμύθια,
μ’ αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια!
Μα για να πούμε βρε παιδιά και του στραβού το δίκιο,
πως γίνεται το όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;
Εσύ να σκάσεις δάσκαλε και να μην επιμένεις,
και στα μικρά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις!
Εσένανε σε πήραμε να μάθεις τα παιδιά μας,
να γράφουν να διαβάζουνε, να ‘ρθούν στα βήματα μας!
Κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια:
βοτάνια, καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια.
Αλλά εμείς τους είδαμε, ο δάσκαλος δε φταίει!
Ορίστε, τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει!
Έχουν αυτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκια,
έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει με μπαούλο
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο!
Επίλογος
(αφήγηση)
Κύλησε σιγά — σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι’ αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία… Όμως, που και που, τα πρωϊνά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζαν στην αυλή του σχολείου, ο γεροδάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
«Περίεργο! Τι ‘ναι αυτό;» Αυτός ποτέ δε τους είχε μάθει τραγούδια γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος! Κι επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα, σαν μικρά τρεχαντήρια. Χόρευαν και τραγουδούσαν και αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα και αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους, η Αγέλαστη Πολιτεία.
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά…