Μηδέν
Ι
εις το πηλίκον
Μια μέρα πριν.
«Γεια σου, τι κάνεις;»
«Απ…,γεια σου κούκλα»
«Να ζήσετε. Άντε, γρήγορα να γίνεται τρεις και δεκατρείς»
«Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά. Ο άρχοντας; Πάνω είναι;»
«Ο προκομμένος; Ναι, επάνω· που αλλού;»
«Μορφή, μεγάλη μορφή ο άρχοντας. Να του πεις πως τον αγαπάω! Τ’ άκουσες;»
«Ναι, θα του πω. Τα λέμε»
Σκατά.
Μόνο να γεμίζεις τις σελίδες. Δειλέ. Τόσες φορές και πάλι στον πάτο. Τόσες ευκαιρίες και σαν κοριτσάκι έτρεχες στον Θεό σου. Τι έχει ακούσει κι αυτός, τα μύρια.
Η τύχη πέφτει σε χέρια που βαστούν το άτυχο, το ‘ξερες κι έκανες πίσω, συγχαρητήρια. Ούτε για αρνητικός αριθμός δεν κάνεις, κι εκεί ρυζόχαρτο κι αντιγραφή, τόσο γελοίος. ‘Επρεπε να γελάσουν και οι υπόλοιποι, αλλά και πάλι ξέπεσες στη λύπηση, ενός μικρού, ναι, πιτσιρικάς σε χόρτασε για πρωινό. Ξέχασες; Γράφε.
Στις 11:17 π.μ. Αποτύπωνες: .4.¹ ẻgaux ả ṁ.2.°
Ούτε γι’ αυτό δεν κάνεις, βρε ηλίθιε, ούτε για αρνητικούς, παύλα στο m, ηλίθιε, πιο μείον κι απ’ το μείον.
Έρχεται το βλασταράκι και σου γράφει σε χαρτάκι: συγγνώμη, αυτό; 4x = -2
-Φώναξε το αγόρι μου. Είναι μαλάκας ο άνθρωπος. Δήθεν και στις τσέπες.
Άχρηστε. Ήθελες και Σουκέ, μάθε διαίρεση πρώτα κι έλα ξανά. Ούτε του διαβόλου.
Θα σου μάθω και κάτι, οι χαμάληδες σου πάσαραν τα συν και τα πλην, αυτοί που δεν ξέρουν από πλαστικές κούκλες κι αρώματα πάνω στο σάπιο σου μυαλό. Αυτοί σου έμαθαν να περπατάς μέχρι το πουπουλένιο σου κρεβάτι και να γεμίζεις τη ζωή σου βρόμα και υποσχέσεις. Ηλίθιε.
Ναι, ξέρω. Πάλι η κληρονομιά σου, η βαριά περιουσία σου, βρε άχρηστε, είχε μόνο θετικούς, κι εσύ πήγες και στους παράλογους. Να γελάσω. Πουθενά δεν πήγες, εδώ είσαι ακόμα. Ηλίθιε.
Η εποχή των αριθμών, η ευθεία προς την κόλαση, που τόσο θα ήθελες. Η μαύρη τρύπα ανάμεσα στα πόδια της, μέχρι εκεί φτάσε, αν φτάσεις κι εκεί. Νούμερο.
Έλα, πες μου και για τους Πυθαγόρειους, να γελάσω και λίγο, ηλίθιε.
«Μα η ιστορία συνεχίζεται…δε σταματά»
«Μίλησε κανείς; Τι λες βρε ανύπαρκτε, ελλιπές είναι το μυαλό σου και η μαριονέτα που έχεις για ζωή. Έλα, κέρδισε χρόνο, σε αφήνω, θέλω να πονάς μέχρι τέλους. Έλα, σκέψου»
Θα σου θυμίσω πολλά απόψε, και τα χάπια δε θα βοηθήσουν, θα σε βάλουν σε άλλο δωμάτιο, το μόνο που έχεις, λίγη ηρεμία και μετά πάλι θα γελάω στο άδειο σου κεφάλι.
Θυμάσαι, εκεί ήταν κι ο Ινδός; Έλα, στην έκθεση με τα hi end παπάρια που ζαχάρωνες. Πολυπολιτισμική σαλάτα, στο κουφάρι που έχεις για ψυχή. Ήθελες κουβέντα άλλου επιπέδου, τα καλωδιάκια που κόστισαν τρεις χιλιάδες το μέτρο τα είχες καπάρο, πρώτος, φτωχό μου ανθρωπάκι.
Οι ευθεία δεν τελειώνει ποτέ, όχι, εσύ εκεί. Ξέρουμε τους ρητούς και βαδίζουμε, είτε δεξιά είτε αριστερά, και ίσες σειρές, ίσες κατευθύνσεις, ίσοι περιορισμοί προς το χάος και το απόλυτο.
Τι λες βρε σκουπίδι;
-Κύριε, ακόμα μαθαίνουμε σημεία, το μηδέν μας έσπρωξε, έχουμε δρόμο ακόμη.
Ακούς ρε βλαμμένε; Μια σειρά λεξούλες σου είπε ο άνθρωπος, μια σειρά, και πάλι δεν κατάλαβες.
Άλλο η ευθεία, άλλο η μοναδική στιγμή. Άλλο η απολυτότητα κι άλλο το δημιούργημα του διαβόλου. Το μυαλουδάκι σου στένεψε, μην ξανακάνεις μπάνιο, γελοίε, σε προτιμώ στη βρόμα, σου πάει κιόλας. Ηλίθιε.
Βάλε μουσική, να τρέχει απ’ τα χρυσοκέντητα καλώδια σου, να πονάς με βιόλα και πλήκτρα, για την επανάσταση που άργησε να έρθει. Τιποτένιε.
Οποιαδήποτε προσπάθεια, για σοβαρή συζήτηση μαζί σου είναι φαρσοκωμωδία, χάρτινη, σαν τις αστειότητες σου, υπόλοιπο.
Θες να αντιμετωπίσεις το χάος; Η κατανόηση για το τσουβάλι με τους αριθμούς, αυτό δε θες, μικροσκοπικέ μου γίγαντα;
Για την απεραντοσύνη της βλακείας σου, αφιερωμένο.
-Κύριε, σας φοβάμαι
-Τι φοβάσαι καλό μου παιδί, τα γένια μου; Έλα.
-Όχι, καλά είμαι και δω…περιμένω να σχολάσουν η μαμά κι ο μπαμπάς απ’ το εργοστάσιο, τους έχω έκπληξη.
-Τι καλό έκανες, πάλι;
-Έφτιαξα κουλουράκια, μια μαμά κι έναν μπαμπά, να γελάνε! Τους έβαλα και ματάκια από μικρά ξυλαράκια, και ένα τεράστιο στόμα, να γελά, από μεγάλο…μεγάλο ξυλαράκι.
Έφαγες δυο μερόνυχτα να βρεις τα ξυλαράκια. Τι βάζουμε επάνω στα κουλουράκια βρε καβαλίνα;
Μήπως κάνα πεύκο; Μήπως τίποτα πλατάνια;
Κομματάκια γαρύφαλο για ματάκια και κανέλα ξύλο για χαμόγελα. Ηλίθιε.
Οι φυσικοί αριθμοί υπονοούν το άπειρο, κάτι σαν την βλακεία σου. Τα σύνολα είναι αφηρημένες έννοιες, σαν την επανάστασή σου ένα πράμα, ένα ακαθόριστο παρόν. Και δεν είναι άπειρο αλλά άπειρα, πολλά. Ο κόσμος των ιδεών σου είναι στον υλικό πάτο της ευτυχίας σου, οι αριθμοί σου έχουν να κάνουν με τα μετρούμενα αντικείμενα. Ένα παράδειγμα, για να καταλάβει, αυτό που κουβαλάς για νόηση.
Το απείρως μεγάλο και το απείρως μικρό. Σαν εσένα, απείρως μεγάλη βλακεία και απείρως μικρό πουλί. Κατάλαβες τώρα τη διάκριση; Όχι;
Σε έπιασε αγοραφοβία ή ακόμα;
Ευτυχώς που ο χρόνος μου είναι αναδιπλούμενο σημείο, τράβα στο δωμάτιο σου, θα έρθω σε λίγο, σε τέσσερις ώρες και τριάντα πέντε λεπτά, χλεμπόνα.
Άργησα;
Εδώ πάντα, ο Δίας κι ο χρόνος υπήρχαν από πάντα, έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σου;
Αυτά που γράφεις, κοιτούν επάνω, άντε μέχρι την μύτη σου, το ένα δε βλέπει τ’ άλλο, ξέρουν πως υπάρχουν σε απόσταση, εκτός κι αν κάνεις μουτζούρες τόση ώρα, καλύτερα απ’ όλα αυτά που έχεις για θαύμα, δεν μπορούν να σηκωθούν και να σε φτύσουν· ή μήπως μπορούν; Το τραπέζι που ακουμπάς τα όπλα σου γραφιά, είναι σταθερό; Δύσκολα, βλάκα;
Ζωντανός οργανισμός είναι, η δύναμη των ατάκτων σε άπειρες κατευθύνσεις, εάν ήθελαν την ευθυγράμμισή σου, θα είχαν σηκωθεί να σε ξυλοφορτώσουν. Ηλίθιε.
Δε δημιουργούμε έδαφος για επανάσταση, ούτε ηγέτες υποσυνόλων· είναι οι μονάδες, τόσο δύσκολο για να δεις; Είναι μάταιο κι αδύνατο, δε φτιάχνεις φυσικούς αριθμούς με τον τρόπο σου για να δεις, αδύνατο και κλειστό. Αδύνατη η διαιρετότητα τους απ’ τον τρόπο σου, δε διαφέρει το μικρό απ΄ το μεγάλο, ένα εξελικτικό μέσο είναι, απλό και κατανοητό, ακόμη κι από σένα.
Ο Θεός σου, πρέπει να είναι άπειρος, δε γίνεται διαφορετικά, έτσι δεν αποτελεί πρόβλημα. Είναι ένα σχήμα λόγου, τίποτε περισσότερο, εξελικτικά μαθηματικά δίχως ελάττωμα δεν υφίστανται, κάτι σαν το εμβαδόν του κύκλου, γράφε: πr²
Mέχρι να τον τετραγωνίσεις, βλάκα, ξεκίνα, 0,7854, μέχρι τη σταγόνα έχεις μέλλον, σκατό.
Τώρα που είπα για τον Θεό σου, κουβαλάς κι εμένα στα σταυροκοπήματά σου, έχω λόγο να σιγοντάρω. Πρώτα πρώτα, απέκτησε εγκυρότητα για να αποκομίσεις καρπούς, τσάμπα δεν σου ψιθυρίζω στ’ αυτί. Από το μάτι στο χέρι και από αυτί στην τρέλα σου, άχρηστε.
Λάβε την γνωστή θέση του δειλού, πάρε θέση άμυνας. Έτοιμος;
Όταν οι δράσεις σου φτάσουν στο σωστό και λάθος, κλάψε στον δογματισμό σου, ανθρωπάκι μου. Η επανάσταση της γραφής είναι η επιβεβαίωση των δαιμονίων σου, οι λαμπρές σου δοξασίες προς το τίποτα, ένας φρόνιμος μαθητής και τίποτε άλλο. Ο καλός αστός για την τάξη σου, για την τάξη των πραγμάτων, για τον Θεό των θρύλων και των παραδόσεων σου. Τα προνόμια που σου χάρισαν, είναι πάντα σε ισχύ, μόνο να είσαι φρόνιμος, αν στρέψεις το βλέμμα σου αλλού χάθηκες, όπως η πιστωτική σου.
Όλοι θέλουν να επιστρέφουν σπίτι τους, ηλίθιε,
ξεκινάς μια πορεία και σταματάς κάπου, από το σημείο Α στο σημείο Β, η γη της επαγγελίας πρέπει να κερδηθεί, είτε χάνεις είτε κερδίζεις, ο Άπειρος μένει με τους στρατηγούς του και κοιτά που σφάζεσαι· πιο απλά, ο ουδέτερος, ναι, κι αυτός σημείο είναι, όχι των καιρών, των αριθμών. Βλάκα.
Μάθε πρώτα τα βασικά, γράφε.
Ο σπόρος περικλείει ολόκληρο το δέντρο. Απλό;
Ο καλός Σαμαρείτης είναι εκείνος που σφάζει το καλύτερο μοσχάρι, ηλίθιε.
Δημιουργείς το ιδανικό, στα μέτρα που σου φόρεσαν, και σαν κακοπασαλιμένη πουτάνα γυρίζεις στην τρύπα σου να μετράς τα κέρδη σου.
Η επιτρεπόμενη αλήθεια που σου έδωσαν και κάλυψες όλα τα κενά σου είναι το τώρα, αρκετό και υπολογίσιμο. Πώς λοιπόν θέλεις να εκφράζεις τον θάνατο που νίκησες, τον χρόνο που ξεπέρασες, όταν είσαι αυτό που είσαι; Ακίνητος; Το περιβάλλον σου είναι όλα αυτά.
-Μα για να μεταδώσω πρέπει να οργανωθώ, και για να οργανωθώ πρέπει να υπάρχει μια αρχή κι ένα τέλος, μια κάποια ιεράρχηση, άρα μία άρχουσα τάξη. Μια σειρά. Οι ανάγκες επιβάλλουν νόμους, διαφορετικά το χάος θα με σβήσει.
Μπα, μίλησε ο ηλίθιος; Μπράβο, ακούς, κάτι είναι κι αυτό.
Βλάκα, ο Ένας δε σου δίνει λογαριασμό σπασμένων, πνέει και διαδίδεται. Άστο, θα το πω απλά.
Δεν υπάρχει πρώτος μεταξύ ίσων, ηλίθιε.
Εσύ τί κάνεις; Απολογισμό έκανες σήμερα; Πόσες ώρες χάνεις; Πόσες πετάς πίσω σου;
Το ξεχωριστό δεν είναι ανάπαυση, είναι σπορά, είναι το επόμενο, κάθε αριθμός είναι ξεχωριστός γιατί ακολουθεί κάτι άλλο.
Ο οδηγός είναι εξ ορισμού στοιχείο δράσης, ο τρόπος μετάδοσης είναι η αποτύπωση του υπάρχω. Αν δε δράσεις, δεν υπήρξες ποτέ, απλά πέρασες, όπως τα σκατά στην αποχέτευση. Τα χαρισματικά στοιχεία δράσης και αντίδρασης δεν είναι οι προφήτες σου, αν μπορούσαν, θα έπαυαν να είναι και χαρισματικά, ηλίθιε.
Δε σου επιτρέπουν να αγγίζεις το ιδανικό, όλα αυτά που δικαιωματικά σου ανήκουν, η κρυφή σχέση μίσους, γνώσης και εξουσίας. Ο τέλειος κύκλος, παίρνεις κάποιον βοηθό και αυτόματα παύεις να είσαι βοηθός, και ο βοηθός θα πάρει βοηθό και θα πάψει με τη σειρά του να είναι κι αυτός βοηθός. Η εξουσία του κύκλου σου. Ουδέτερο.
Είσαι το σύνολο που αναγνωρίζει την εξουσία, αναγγέλλει τον ρόλο σου, είναι η κυριαρχία που σε αγκαλιάζει στοργικά, ο καθένας με το βάρος του και την υπόστασή του. Δεν ξεχνάς να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου, πιστά, είσαι αναντικατάστατος, αυτό σου τάζει. Ξέρεις το ωραίο, ηλίθιε;
Και τα κοιμητήρια είναι γεμάτα από δαύτους, από αναντικατάστατους σαν εσένα, σιωπούν και αυτοί και εσύ. Η πολιτική σου σχέση με τους αριθμούς είναι για γέλια, μάθε κάτι νέο, η πολιτική συμπεριφορά γεννά την ηθική σου, όλα αυτά σου δίνουν τον αριθμό των αριθμών. Κατάλαβες; Όχι.
Το μέγιστο σύνολο, είναι απολύτως κανονικοί, σωστά; Μερικοί δεν είναι, οι γνωστοί-άγνωστοι· καλά μέχρι εδώ; Σκέψου το “π” , τελικά πόσοι είναι; Είναι ελάχιστοι; Ηλίθιε.
Δεν έχει νόημα να κατανοήσεις ποιος είσαι,αν δεν έχεις την ικανότητα να μάθεις ποιος ο ρόλο σου στο σύνολο, σημείο σε γέννησε, σημείο σε ξερνάει. Μάθε τις διαστάσεις σου ή κάτσε μουτζούρα στο χαρτί που θα τσαλακώσουν.
Αρκετά με τον ηλίθιο. Θα παρακαλάς να είμαι μόνιμα γέλια, όταν έρθει η σιωπή σου, πισώπλατα, να σου επιβεβαιώσει πόσο καλός υπήρξες, πόσο φρόνιμος και πόσο ικέτης, τόσο ουδέτερος.
-Όταν είπε πόσο σε αγαπά, έφτυνες τη μνήμη του, ανθρωπάκι.
Θα έρθω πάλι -μέχρι την τελευταία σου ανάσα- σε τέσσερις ώρες και τριάντα πέντε λεπτά. Ηλίθιε.
Σημ. Καλλιτέχνη: Για τον @κούκλο, που με μισεί όσο κι εγώ.
Σημ.2 (παρατρεχάμενου Vale): Όχι, πες μου. Να πίνει μόνος ο καλλιτέχνας είναι δίκαιο; / Μαλακίες γράφει, μόνο το βιντεάκι λέει (πάνω-πάνω αρχηγέ μου).
Vale