Η εργασία ως πυλώνας της «αντιπροσώπευσης»
Η βιοποριστική εργασία αποτελεί θεμελιώδη αξία στη σύγχρονη κοινωνία, σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να καθορίζει όχι μόνο τη ζωή αυτών που εργάζονται αλλά και αυτών που δεν εργάζονται. Ο ρυθμός της ζωής της εργάσιμης ημέρας έχει μεταμορφώσει σταδιακά όλους τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως το σχολείο, την οικογένεια ή τον στρατό. Ζούμε σε μια κοινωνία που οι σχέσεις εργασίας ορίζονται από τρία βασικά σημεία: ευελιξία, κινητικότητα, επισφάλεια. Ευελιξία γιατί πρέπει οι εργαζόμενοι να προσαρμόζονται εύκολα και συνεχώς σε νέα καθήκοντα. Κινητικότητα γιατί πρέπει να αλλάζουν συνέχεια εργασία και επισφάλεια γιατί δεν υπάρχουν πλέον συμβάσεις που να εγγυώνται σταθερή και μακροχρόνια εργασία. Η εργάσιμη ημέρα στο σύνολό της ορίζεται χρονικά από μία απροσδιόριστη διαίρεση μεταξύ του εργάσιμου και του μη εργάσιμου χρόνου. Με δεδομένη πλέον την κατάργηση του οκταώρου, ένας εργάτης χρειάζεται πολύ περισσότερες ώρες να αφιερώσει στο χρόνο της εργασίας του συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου μετακίνησης. Από την άλλη μεριά, βρίσκονται οι εργαζόμενοι στην «άυλη εργασία». Εδώ δεν έχουμε να παράγουμε ένα «πράγμα», αλλά πρέπει να παράγουμε γνώση, επικοινωνία, πληροφορία, συναισθήματα κλπ. Η δημιουργία μιας ιδέας για μια διαφημιστική καμπάνια είναι κάτι που απασχολεί τους παραγωγούς της εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα με αποτέλεσμα ο πραγματικός χρόνος εργασίας να επεκτείνεται πολύ πέρα από το όποιο ωράριο. Ακόμα και στη γεωργία μπορούμε να δούμε πως οι άνθρωποι αναγκάζονται να δουλέψουν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, προκειμένου να προλάβουν. Να προλάβουν τι; Όλοι θέλουν να «προλάβουν» και μπαίνουν σε έναν ασταμάτητο αγώνα δρόμου, που η γραμμή του τερματισμού μετακινείται συνεχώς μπροστά, όσο πλησιάζει ο δρομέας. Πρέπει να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε με διαφορετικό τρόπο τον «χρόνο» εργασίας μας.
«Η δε βελτίστη πόλις ου ποιήσει βάναυσον πολίτην». (Αριστοτέλης , Πολιτικά , βιβλίο Γ΄, κεφ. 5 , 1278a, 8 ) Η μετάφραση της πρότασης αυτής είναι απλή: «η άριστη πόλη δεν θα δώσει το δικαίωμα του πολίτη στον “εργάτη”». Μήπως ο Αριστοτέλης ήθελε να αποκλείσει τους εργάτες από το δικαίωμα του πολίτη; Όχι βέβαια. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί κάποιος να το εξαγάγει μόνο αν απομονώσει τη φράση αυτή από το υπόλοιπο κείμενο. Από τον ίδιο πληροφορούμαστε τον ορισμό του άριστου πολίτη στο κεφ. 13 του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών: «ο δυνάμενος και προαιρούμενος άρχεσθαι και άρχειν προς τον βίον τον κατ’ αρετήν». Μας λέει δηλαδή με απλά λόγια, ότι πολίτη ονομάζουμε αυτόν που έχει τη δυνατότητα να κυβερνά και να κυβερνιέται. Ταυτόχρονα η πολιτική δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο στην περίπτωση που η διακυβέρνηση εφαρμόζεται ανάμεσα σε ελεύθερους και ίσους, συνεπώς δεν χωρά καμία διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων. «Η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή» (Α΄ βιβλίο , 7ο κεφ. , 1255b , 21). Ακόμα και αν χρειαστεί σε ένα πρώτο στάδιο κάποιος να είναι κυβερνώμενος, αυτό γίνεται για να μάθει στη συνέχεια να κυβερνά, να μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν την εναλλάξ διαδικασία. Όταν όμως ένας άνθρωπος είναι απόλυτα υποδουλωμένος στις βιοτικές του ανάγκες, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσος ή ελεύθερος σε σχέση με κάποιον που δεν έχει βιοποριστικό πρόβλημα. Αυτό ακριβώς είναι που οι κατέχοντες την εξουσία, γνωρίζουν πολύ καλά .
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι εργάτες –και όχι οι εργάτριες- απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου μόλις τον 19ο αιώνα. Υπήρχαν δε, πάρα πολλές αντιδράσεις για το αν έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα οι «αγράμματοι», οι φτωχοί, ή ο «λαός», από πολλούς «πεφωτισμένους» φιλόσοφους και «διανοητές». Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι «αγορές», δεν ενδιαφέρονται για την εργασία καθεαυτή, αλλά για την διατήρηση της εξουσίας και του ελέγχου μέσω αυτής. Ενδιαφέρονται για το «σύστημα» με το οποίο μπορούν να ελέγξουν την εργασία και κατ’ επέκταση το άτομο σε όλες τις πτυχές της ζωής του, δηλαδή να το ελέγξουν «βιοπολιτικά». Ο έλεγχος αυτός, μετατρέπεται σε πειθαρχικό έλεγχο, εξαιτίας των πολύ λεπτών μηχανισμών ελέγχου όπως η παρατήρηση, τα συστήματα καταγραφής, ή η παρακολούθηση. Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο ένας μηχανισμός εξουσίας που θέλει να ελέγχει κατά κύριο λόγο τα άτομα και όχι την παραγωγή. Στόχος του, είναι να αποσπά από αυτά περισσότερο χρόνο και εργασία και όχι παραγωγή πλούτου. Ο χρόνος της ημέρας πρέπει να εξαντλείται αφιερωμένος στην εργασία και μαζί με αυτόν να εξαντλείται σωματικά και διανοητικά και ο ίδιος ο εργαζόμενος. Η παραγωγή πλούτου στις σύγχρονες κοινωνίες δεν χρειάζεται τόσο τους εργαζόμενους όσο πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Οικονομική πρόοδος σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας, ενώ τεχνολογική πρόοδος σημαίνει αντικατάσταση όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζόμενων από «σκεπτόμενα» λογισμικά.
Η προγραμματισμένη απασχόληση διέπεται από τρεις σημαντικές μεθόδους: τον καθορισμό του ρυθμού απασχόλησης, τον εξαναγκασμό σε καθορισμένες εργασίες, και την ρύθμιση των κύκλων επανάληψης. Ο μεγάλος αριθμός των εργαζόμενων, απαιτεί αυστηρότερη αστυνόμευση του χρόνου εργασίας, με στόχο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ποιότητα. Ασταμάτητος έλεγχος, πίεση από τους επιστάτες, κατάργηση κάθε στοιχείου που μπορεί να αποσπάσει την αυτοσυγκέντρωση των εργαζόμενων από το έργο τους. Στην εργασία χρειάζεται το είδος του «ολοκληρωτικά ωφέλιμου χρόνου». Όλες οι πράξεις χρειάζονται μία συγκεκριμένη χρονική ρύθμιση, ένα πρόγραμμα που να εξασφαλίζει αφ’ ενός τη διαμόρφωση της ίδιας της πράξης, αφ’ ετέρου τον έλεγχο εκ των έσω του τρόπου με τον οποίο εκτυλίσσεται σε όλες τις φάσεις της. Η αρχή της αυξανόμενης χρησιμοποίησης του χρόνου προβάλει σήμερα ως απαραίτητο συστατικό επιτυχίας σε όλα τα είδη εργασίας. Το αποτέλεσμά της όμως αποβαίνει μοιραίο για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Αποσπά από τον εργαζόμενο όλες τις διαθέσιμες στιγμές του και από κάθε στιγμή την περισσότερο ωφέλιμη δύναμη. Έτσι ο εργαζόμενος δεν απασχολείται αλλά εξαντλείται, αφού το ζητούμενο είναι «το ανώτατο όριο ταχύτητας να φτάσει το ανώτατο όριο αποτελεσματικότητας». Η εξάντληση, ως αποτέλεσμα του τρόπου διαχείρισης του χρόνου από το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ιδιωτικοποίηση των ατόμων, στην αποστασιοποίησή τους από τα κοινά αλλά κυρίως στην μη συμμετοχή τους σε αυτά.
Η σημερινή κοινωνία, όπως όλες οι κοινωνίες, επιβάλλει θεμελιώδεις αξίες στα άτομά της, επηρεάζοντας όχι μόνο τα ίδια ως τέτοια, αλλά όλα τα πεδία του βίου τους. Είμαστε συνεπώς υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη όλες ανεξαιρέτως τις αξίες αυτές αν θέλουμε να κρίνουμε όχι το πολίτευμα αλλά την κοινωνία μας ως δημοκρατική ή όχι. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το να ορίσουμε την δημοκρατία ως είδος κοινωνίας και όχι μόνο ως είδος πολιτεύματος. Συνεπώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε από τη συζήτηση μας, αξίες οι οποίες επηρεάζουν καταλυτικά το πολίτευμα αυτής της κοινωνίας. Τέτοιες αξίες είναι η ιδιοκτησία, ο οικονομικός αναγωγισμός ή η εργασία που μας ενδιαφέρει στο παρόν κείμενο. Ο εργαζόμενος δεν μπορεί ποτέ να συμμετέχει στις κοινές υποθέσεις, επειδή το κύριο μέλημά του είναι το επάγγελμά του. Άρα δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε πολίτη από τη στιγμή που δεν υπακούει στην διττή απαίτηση ως εναλλάξ κυβερνώμενου και κυβερνώντος. Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια.
Η ουσιαστική ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα είναι εντελώς ασύμβατη με μία ζωή που έχει ως αποκλειστική ενασχόληση την χρονοβόρα και εξαντλητική βιοποριστική εργασία για δύο κύριες αιτίες: α) η «ανάγκη» για εργασία η οποία πηγάζει από την ευελιξία, την κινητικότητα και την επισφάλεια που ανέφερα παραπάνω (οικονομικοί λόγοι) β) ο «αποπροσανατολισμός» που δημιουργείται από την «ανάγκη». Γράφοντας «αποπροσανατολισμός» εννοώ πως το κύριο μέλημά μας είναι η προσπάθεια παραμονής μας στην εργασία ή η οικονομική μας ανέλιξη και όχι η συμμετοχή στη διαμόρφωση των νόμων που ορίζουν την παραμονή και την οικονομική ανέλιξη. Για να στρέψουμε όμως το βλέμμα μας εκεί, χρειάζεται ακριβώς το να έχουμε απόσταση από την ανάγκη και χρόνο για να σκεφθούμε. Να σκεφθούμε, όχι για να προτείνουμε κάτι, αλλά για να πιστέψουμε πως τελικά μπορούμε να σκεφθούμε πολιτικά. Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μοιραία αποδεχόμαστε υπόρρητα τον σταθερό και υπαρκτό διαχωρισμό σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, με αποτέλεσμα να υποτασσόμαστε στην νεωτερική και πάγια αρχή της αντιπροσώπευσης. Υποσυνείδητα, πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν ίσες δυνατότητες για τη συμμετοχή όλων στη πολιτική ζωή. Αποτέλεσμα τούτου είναι να αφήνουμε την πολιτική στους λίγους «εργαζόμενους στην πολιτική», τους επαγγελματίες της πολιτικής. Η αρχή της αντιπροσώπευσης, είναι κατεξοχήν αρχή αποκλεισμού των πολλών που δήθεν αντιπροσωπεύονται από τους λίγους.
Τελειώνοντας, πιστεύω πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξω περισσότερο την άποψή μου ότι η εργασία όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη αποκλείει εκ των προτέρων τη συμμετοχή των εργαζόμενων στα κοινά και κυρίως στην πολιτική, από το να παραπέμψω στον Κορνήλιο Καστοριάδη:
Όταν ο Benjamin Constant υποστηρίζει […] ότι η σύγχρονη βιομηχανία κάνει αυτούς που εργάζονται σε αυτήν ανίκανους να ασχοληθούν με την πολιτική, και άρα είναι επιβεβλημένος ένας εκλογικός φόρος, το ερώτημα που τίθεται για μας είναι: θέλουμε τη σύγχρονη βιομηχανία όπως είναι και με τις υποτιθέμενες συνέπειές της, μεταξύ των οποίων η πολιτική ολιγαρχία, περί αυτού πρόκειται στην πραγματικότητα και αυτό άλλωστε συμβαίνει. Ή θέλουμε μια πραγματική δημοκρατία, μία αυτόνομη κοινωνία; Στη δεύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι η οργάνωση της σύγχρονης βιομηχανίας, και αυτή η βιομηχανία, δεν είναι ούτε φυσική αναγκαιότητα ούτε απόρροια της θείας θέλησης, είναι μία από τις συνιστώσες της κοινωνικής ζωής, την οποίαν καταρχήν πρέπει και μπορούμε να μετασχηματίσουμε με βάση τις πολιτικές και κοινωνικές μας βλέψεις και απαιτήσεις.
(Κορνήλιος Καστοριάδης , Χώροι του ανθρώπου , σελ. 226-227.)