Η μάχη των συμβόλων
Γράφει ο Αλέξανδρος Μπριασούλης
Μια από τις πιο βαθιά ριζωμένες και ατράνταχτες πεποιθήσεις της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας που δοκιμάζεται σκληρά από τα γεγονότα, είναι ο περίφημος πραγματισμός της στην αντιμετώπιση των διάφορων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Το νεωτερικό πνεύμα διατείνεται ότι χάρη στην ορθολογική διαχείριση των κοινωνικών συνισταμένων, διαχείριση που βασίζεται στην όλο και πιο εξειδικευμένη ανάλυση κάθε πτυχής του επιστητού, μπορεί να λύσει επιτυχώς και αποτελεσματικά οποιαδήποτε σχεδόν δυσλειτουργία που απειλεί να αποσταθεροποιήσει την ισορροπία της κοινωνίας. Αυτό βέβαια ισχύει όταν τα προβλήματα είναι περιορισμένης σχετικά έκτασης και τεχνικής κυρίως φύσης. Σε αυτήν την περίπτωση παρατηρείται μάλιστα το εξής φαινόμενο: τα προβλήματα αυτά, ακόμα κι όταν οι συγκρούσεις που αυτά προκαλούν είναι έντονες και ταράσσουν βίαια το εσωτερικό της κοινωνίας, ενδυναμώνουν με ένα παράδοξο τρόπο την κοινή πίστη στο κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει γιατί, ως φαινόμενα, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το γενικότερο εκείνο σύστημα που τα δημιούργησε, ώστε μόνο εντός αυτού του ίδιου συστήματος να μπορεί να αναζητηθεί μια πιθανή ρεαλιστική λύση. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε είδους αμφισβήτηση του υπάρχοντος πλαισίου και κάθε εναλλακτική επιλογή, ακόμα και καθαρά θεωρητική, καθίστανται τελικά κυριολεκτικά αδιανόητες. Τα περίφημα σλόγκαν «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» και βέβαια το «there is no alternative», αποτελούν εκφράσεις αυτού ακριβώς του φαινομένου.
Όλα αυτά αλλάζουν ριζικά όταν η κρίση που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες θέτει σε αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια και τις προϋποθέσεις της ύπαρξής της. Όταν καθετί που θεωρούνταν αυτονόητο και στο απυρόβλητο, ζωτικό μέρος του ίδιου του πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας, γίνεται ανίκανο να αντισταθεί στην ασφυκτική πίεση και την ορμή των «πλησιαζόντων γεγονότων». Μια τέτοια κατάσταση βιώνει σήμερα ο σύγχρονος δυτικός κόσμος μπροστά στα αδιέξοδα της οικονομικής κρίσης, του μεταναστευτικού προβλήματος και των σχέσεων με το Ισλάμ, αλλά και της δικής του ιδεολογικής και κοινωνικής αποσύνθεσης. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το ότι σε αυτά τα φλέγοντα ζητήματα που πολιορκούν το σημερινό κόσμο, η Δύση δεν έχει να αντιτάξει τίποτε άλλο παρά στρουθοκαμηλισμό και τείχη, τείχη που αντί να απομονώνουν τις εστίες της «μόλυνσης», απομονώνουν την ίδια από την πραγματικότητα και εντείνουν έτσι ακόμα περισσότερο το στρουθοκαμηλισμό της. Από μια άποψη, αυτό είναι φυσικό. Κάθε εποχή έχει τα δικά της δόγματα και τα δικά της «πιστεύω» με τα οποία πορεύεται στην ιστορία και τα οποία, αργά ή γρήγορα, είναι καταδικασμένη να τα δει να συντρίβονται στο τείχος της πραγματικότητας. Πολλές φορές όμως, η περίοδος που απαιτείται για να γίνει πιστευτό και αποδεκτό αυτό το αίσθημα ματαίωσης, τόσο γνώριμο σήμερα, διαρκεί τόσο πολύ, ώστε αυτά τα «πιστεύω» να συνεχίζουν να επικρατούν και να επηρεάζουν το πνευματικό κλίμα και το δημόσιο λόγο σαν να ήταν ακόμα ζωντανά και επίκαιρα. Μια τέτοια περίοδο «θολής ορατότητας» διανύουμε και σήμερα. Μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία γίνεται ιδιαιτέρως δύσκολο, όχι να ερμηνεύσει κανείς ορθά τα σημεία των καιρών, αλλά και να τα δει ακόμα στον ορίζοντα, αφού είναι δυσδιάκριτα μέσα στην πυκνή ομίχλη αντικρουόμενων γνωμών και απόψεων.
Έτσι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα άρθρα κι οι αναλύσεις όλων των ειδών, που προσπαθούν να εξηγήσουν λεπτομερώς κάθε πλευρά αυτών των ζητημάτων που μονοπωλούν την επικαιρότητα, δεν φανερώνουν έλλογη σκέψη και κριτικό πνεύμα, αλλά μάλλον σύγχυση και έλλειψη πνευματικού προσανατολισμού. Κι αυτό γιατί η γενικευμένη αίσθηση αδιεξόδου που πλανάται επάνω από τις δυτικές κοινωνίες συνίσταται ακριβώς στην ανομολόγητη αίσθηση ότι η αφθονία υλικών μέσων και η τεχνολογική και στρατιωτική υπεροπλία της Δύσης δεν αρκούν, όχι μόνο για να βρεθούν «πρακτικές» λύσεις, αλλά ούτε και για να εδραιωθεί εκ νέου μια πειστική «δυτικοκεντρική» αφήγηση. Αντιθέτως, αυτό που βλέπουμε να επικρατεί στο δημόσιο λόγο, τόσο στον ευρύτερο ευρωπαϊκό όσο και στον ελληνικό χώρο, είναι πολωτικές συμπεριφορές και αυτοτροφοδοτούμενες συγκρούσεις που αντικατοπτρίζουν μια ατέρμονη διαίρεση της κοινωνίας σε αντίπαλα στρατόπεδα. Το κυριότερο και πιο ενδιαφέρον γνώρισμα της νοοτροπίας που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις διαμάχες είναι το γεγονός ότι το κέντρο βάρους τους μετατοπίζεται τάχιστα από μια καθαρά κοινωνική ή πολιτική επιχειρηματολογία και διολισθαίνει σ’ ένα επίπεδο καθαρά συμβολικό – και με αυτόν τον όρο εννοούμε βασικά το ενδιαφέρον για την εικόνα και την αναπαράσταση. Συνήθως προσπερνάμε αυτό το φαινόμενο ως ένα αυτονόητο πλέον κομμάτι της καθημερινότητας μιας κοινωνίας που, όπως λέμε, «κυριαρχείται από τις εικόνες», χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι αποτελεί σημάδι εντατικοποίησης και εμβάθυνσης της κρίσης. Κι αυτό γιατί, εθισμένοι καθώς είμαστε στον αυτοματισμό της φωτογραφίας, θεωρούμε ότι η εικόνα δεν είναι παρά η επιφανειακή αποτύπωση της εξωτερικής όψης των πραγμάτων. Όταν όμως μιλάμε για τη συμβολική διάσταση της εικόνας αναφερόμαστε όχι σε μια απλή εικονογράφηση ή σ’ ένα αφηρημένο έμβλημα (σαν αυτά που σχεδιάζουν σήμερα κατά εκατοντάδες οι γραφίστες), αλλά σε εκείνη την αρχετυπική δυναμική που περιέγραψε ο Γάλλος ιστορικός και ερευνητής René Alleau στην «Επιστήμη των Συμβόλων»:
«Το σύμβολο δεν κάτι που έχει ένα προκαθορισμένο σημαινόμενο για κάποιους ανθρώπους. Ένα σύμβολο είναι ταυτόχρονα μια εστία συγκέντρωσης και συμπύκνωσης εικόνων και των αντίστοιχων συναισθηματικών τους φορτίων, φορέας αναλογικής κατεύθυνσης για την ανθρώπινη διαίσθηση, όπως και μαγνητικό πεδίο που έλκει ανθρωπολογικές, κοσμολογικές και θεολογικές ομοιότητες.»1
Είναι ακριβώς αυτή τη διάσταση που προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει ο δημόσιος λόγος, μια διάσταση που βλέπει το σύμβολο ως αρχετυπικό και διαχρονικό νοηματικό απόθεμα που αποτελεί προωθητικό μηχανισμό όλου του πολιτισμού και πηγή γνώσης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πιστεύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται αυτή η επαναπροσέγγιση, καθώς κι η αυξανόμενη επιβολή του συμβολικού στη δημόσια σφαίρα, είναι φαινόμενα πολύ περισσότερο αποκαλυπτικά για την ποιότητα της κρίσης που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, παρά αυτά καθαυτά τα επιχειρήματα που εκτοξεύονται απ’ όλες τις πλευρές.
Ως ενδεικτικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου μπορούμε να αναφέρουμε, σε ό,τι αφορά π.χ. την ελληνική πραγματικότητα, ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα επανέφερε με βίαιο τρόπο στο προσκήνιο την Κατοχή και την εμφυλιοπολεμική περίοδο του ‘46-‘49, αλλά ταυτόχρονα και εκείνη της Μεταπολίτευσης. Και τις επανέφερε όχι με τρόπο αναστοχαστικό και γόνιμο, αλλά ως ανεπίλυτες ακόμα πηγές έντασης, δηλαδή ως πραγματικά συμπλέγματα, τα οποία η κοινωνία μοιάζει, πάνω από 50 χρόνια μετά, ανώριμη να επεξεργαστεί και να ξεπεράσει. Κι είναι ακόμα πιο ενδεικτικό το γεγονός ότι αυτή η συνεχώς αναβαλλόμενη τελική κρίση της Ιστορίας δεν αιωρείται μόνο μεταξύ των κύριων αντιπάλων, αλλά και εντός του κάθε στρατοπέδου ξεχωριστά: ιστορικές προσωπικότητες που είχαν πέσει σε δυσμένεια αποκαθίστανται από την «παράταξη» για να ξαναφορέσουν το ηρωικό φωτοστέφανο, ενώ άλλες, που βρίσκονταν τοποθετημένες στο Πάνθεον του Έθνους, μπαίνουν στο στόχαστρο αναθεωρητικών ιστορικών ερμηνειών και αποδομούνται. Παρόμοιες τάσεις ενδοσκοπικού «ιλίγγου» μπορούμε να παρατηρήσουμε εξάλλου και στον ευρωπαϊκό χώρο: το επείγον ερώτημα που θέτει η οξεία μεταναστευτική κρίση μεταφράζεται για την δυτική κοινή γνώμη στο ποιά θα πρέπει να είναι η χειρονομία των σύγχρονων κοινωνιών προκειμένου να μην ταυτιστούν με το ένοχο, αποικιοκρατικό παρελθόν τους. Ενώ στη Γαλλία, η συζήτηση για τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις εκφυλίστηκε γρήγορα σε μια ανούσια πολυλογία για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα (σε σχέση πάντα με ρούχα, ανέκδοτα, ταινίες κτλ.), την ίδια στιγμή που η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει γίνει για τον σύγχρονο δυτικό πολίτη έσχατο κοινό ιδεολογικό πρόταγμα, και ταυτόχρονα η ιδανική πέτρα του σκανδάλου, γύρω από την οποία υφαίνεται το πυκνό πλέγμα της μοντέρνας μνησικακίας.
Το κοινό μοτίβο που επαναλαμβάνεται στο εσωτερικό όλων αυτών των αντιπαραθέσεων καθιστά φανερό ότι δεν πρόκειται για ιδεολογικές συγκρούσεις (με την κλασσική έννοια του όρου), ούτε επίσης για αντικρουόμενες προσπάθειες ερμηνείας ιστορικών γεγονότων, που θα είχαν ως σκοπό την άντληση κάποιων χρήσιμων διδαγμάτων. Αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο αν συνυπολογίσουμε δύο ακόμα φαινόμενα που συνοδεύουν πλέον συστηματικά κάθε πτυχή του δημόσιου λόγου: την λαίλαπα της πολιτικής ορθότητας, αυτού του μοντέρνου ηθικισμού που καθιστά αδύνατο το δημόσιο διάλογο, και το γεγονός ότι τελικό επίδικο όλων των κοινωνικών συγκρούσεων, και σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει η ρητορεία του κοινωνικού ακτιβισμού, είναι η μιντιακή εικόνα και η επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέψουμε αυτά τα φαινόμενα ως αντιδράσεις επιφανειακές και άρα αδιάφορες· αντιθέτως, οφείλουμε να τα εξετάσουμε ως συμπτώματα άκρως αποκαλυπτικά των αιτίων και της ιδιαίτερης φύσης της πολιτισμικής κρίσης της δυτικής κοινωνίας. Μπορούμε να διαπιστώσουμε πολύ εύκολα, ότι στο βάθος κάθε παρόμοιας επιχειρηματολογίας, όπως και σε κάθε προσπάθεια ιδεολογικής λογοκρισίας της γλώσσας, ανακαλύπτουμε πάντα ένα πτώμα: είτε ένα αδικοχαμένο θύμα που ανασύρεται από το παρελθόν προκειμένου να τοποθετηθεί στο βάθρο της κοινωνικής αναγνώρισης, είτε, αντίστροφα, κάποιον ένοχο (άνθρωπο, ιδέα ή λέξη) που οφείλουμε να θανατώσουμε συμβολικά (αφαιρώντας π.χ. από ένα δημόσιο πρόσωπο το κοινωνικό πρεστίζ ή διαγράφοντας μια λέξη από τα λεξικά κ.ο.κ.) προκειμένου να αποδώσουμε δικαιοσύνη. Αυτή η διαδικασία, ένας τελετουργικός θάνατος κι η συνεπακόλουθη ανάσταση, είναι ο πυρήνας, σύμφωνα με τον René Girard2, του βασικού θυσιαστικού μηχανισμού, που είναι κι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε μυθικού οικοδομήματος, από το οποίο αντλούν το κύρος τους οι κοινωνικοί θεσμοί. Η οριοθέτηση του Νόμου και το μονοπώλιο της βίας είναι όχι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιερότητα του θύματος, αλλά και αδιαχώριστες από την έννοια της Δικαιοσύνης, μια κι η τελευταία αποτελεί τον αναγκαίο ρυθμιστή που προστατεύει την κοινότητα από τις ανεξέλεγκτες συγκρούσεις. Σύμφωνα πάντα με τον Girard, η ανάπτυξη του θρησκευτικού και θυσιαστικού τελετουργικού, από το οποίο και ξεπήδησαν όλες οι μορφές τέχνης, κατάγεται από την προσπάθεια ελέγχου και διοχέτευσης της αρχικής βίας σε πιο ασφαλείς και γόνιμες μορφές εκφράσεις, οι οποίες και αποτελούν αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό. Στα θεμέλια κάθε μορφής πολιτισμού βρίσκουμε πάντα αυτό το δράμα που παίζεται σε δύο πράξεις και που επιτρέπει την εκκένωση των κοινωνικών εντάσεων και την συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Ο ρόλος που παίζει ο μύθος σε σχέση με αυτή τη πολύπλευρη δυναμική που ορίζει τις διαπροσωπικές και κοινωνικές δομές είναι κεφαλαιώδης. «Ο μύθος» όπως γράφει ο G. Durand, «είναι το απώτατο παράδειγμα καταστάσεων που δεν μπορούμε να συλλάβουμε διαφορετικά (…) είναι ο έσχατος λόγος, εκεί όπου θεμελιώνεται η ανταγωνιστική ένταση κάθε δια-λόγου»3. Ο μύθος, όπως και το σύμβολο, αποτελούν τις πρώτες μορφές αναπαράστασης ενός κοινού καταγωγικού νοήματος και είναι αυτά που καθιστούν δυνατή τη συμμετοχή της κοινότητας σε μια κοινή πολιτισμική δραστηριότητα, απαραίτητη προϋπόθεση εξέλιξης των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπινου πνεύματος. Υπό αυτή την έννοια, το σύμβολο, όπως σωστά υποστηρίζει ο René Alleau, «δεν σημαίνει κάτι, αλλά ανακαλεί και συγκεκριμενοποιεί, με τρόπο αναλογικό και πολύπλευρο, μια πολλαπλότητα νοήματος που δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με μια απλή σχέση σημαίνοντος– σημαινόμενου».4 Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όλα τα πολιτισμικά παράγωγα, από τα έργα τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα μέχρι τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, αποτελούν «παραδείγματα υψηλής συμβολικής συχνότητας»5, δηλαδή μορφολογικές κατασκευές υφασμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγουν ανεξάντλητα νόημα. Όλες οι κατασκευές του ανθρώπινου φαντασιακού είναι μυθολογικές, με την έννοια ότι επιτελούν την ίδια λειτουργία, σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετική αποτελεσματικότητα, με αυτήν ενός πρωταρχικού, τελειοποιημένου μηχανισμού συμβολικής παραγωγής που βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας.
Παρατηρώντας λοιπόν τα φαινόμενα της σημερινής κρίσης υπό αυτό πρίσμα, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ροπή των κοινωνικών συγκρούσεων προς το συμβολικό. Κάθε κοινωνική ομάδα γνωρίζει ότι, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της, οφείλει να αποκτήσει πρόσβαση στον μηχανισμό νοηματοδότησης του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου, δηλαδή στην κατασκευή των εικόνων και στην ερμηνεία των λέξεων. Είναι το κύρος και η επιβολή της εικόνας στο κοινωνικό φαντασιακό που επιτάσσουν την νομοθετική μεταρρύθμιση κι όχι το αντίθετο. Όποιος έχει υπό τον έλεγχό του τους εικονογραφικούς κανόνες, αυτός κατέχει και την ερμηνεία της αλήθειας και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάθε κοινωνία θεσπίζει πρώτα τα σύμβολα της πίστης της και μετά εκλογικεύει αυτή την πίστη σε θεσμούς και πολιτική. Όπως ακριβώς την εποχή της εικονομαχίας, έτσι και σήμερα, μόνο ό,τι αναπαριστάται είναι αληθινό και μόνο το αληθινό επιτρέπεται να απεικονιστεί. Ο κυκεώνας των εικόνων που βομβαρδίζει τον σύγχρονο τηλεθεατή, τόσο σε απλό ειδησεογραφικό επίπεδο, όσο και σε πολιτισμικό (ταινίες, εκθέσεις κτλ.), δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η δυτική κοινωνία έχει κατακτήσει, όπως η ίδια αρέσκεται να νομίζει, τον υπέρτατο βαθμό ανοχής προς την διαφορετικότητα. Η γενικευμένη πνευματική αδιαφορία μέσα και χάρη στην οποία επικράτησε το νεωτερικό και πολυπολιτισμικό κοκτέιλ από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι το 2010, υπήρξε όχι δείγμα ωρίμανσης, αλλά αποτέλεσμα της άτυπης εκεχειρίας που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από τη στιγμή που οι γεωπολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις αναζωπυρώθηκαν σε πλανητικό επίπεδο, αναζωπυρώθηκε και η μάχη για τα σύμβολα· μόνο που η μάχη δεν είναι πλέον ιδεολογικής, αλλά όλο και περισσότερο «θεολογικής» φύσης. Η πρόσφατη συζήτηση περί «μετα-αλήθειας» και fake news που ξεκίνησε μετά τις τελευταίες αμερικανικές εκλογές (όπως και οι κατηγορίες περί ρωσικής εμπλοκής) δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν έχει πλέον σημασία το τί λέει κανείς, αλλά ποιός το λέει. Κι αυτή ακριβώς η τάση που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο τον δημόσιο διάλογο: ο καθένας προσπαθεί όχι να πείσει για την άποψή του (ούτε βέβαια να συν-ζητήσει), αλλά να την νομιμοποιήσει «άνωθεν» και σε σχέση με ένα «μυθικό» πρότυπο. Τα δε γεγονότα δεν ενδιαφέρουν ως παράμετροι ιστορικής αλήθειας προς εξέταση, αλλά ως συμβολικά «Θεοφάνια» που καθαγιάζουν αυτόματα πρόσωπα και δόγματα.
Για τους ίδιους λόγους, η πληθώρα των εικονικών προτύπων με τα οποία η διαφήμιση και η τέχνη κατακλύζουν την καθημερινότητα του σύγχρονου ατόμου δεν πρέπει να εκληφθεί απλά ως αποτέλεσμα ενός πολιτισμικού πλουραλισμού και του σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης. Θα λέγαμε ότι ως φαινόμενο είναι μάλλον συμπτωματικό της ανικανότητας της μεταμοντέρνας κοινωνίας να γεννήσει ζωντανά σύμβολα ή να συνδιαλλαχτεί γόνιμα με τα παλιά και άρα της ανάγκης είτε να ανασύρει συνεχώς νέα πρότυπα/πτώματα από το παρελθόν (ιστορικά πρόσωπα, ή επινοημένες μορφές από το χώρο της τέχνης και της λαϊκής κουλτούρας, λίγη σημασία έχει…), είτε να ανακαλύπτει αδιάκοπα νέες κατηγορίες θυμάτων. Ο R. Alleau υποστηρίζει ορθώς ότι η αδυναμία των κοινωνιών να διαχειριστούν τις ιστορικές αποτυχίες τους προκαλεί μια γενικευμένη νεύρωση που εκφράζεται διά μέσου μιας «πυρετώδους συμβολικής παραγωγής», παρόμοιας με αυτή της ναζιστικής Γερμανίας πριν τον Β’ Π.Π.: «Ποτέ πριν τον Ναζισμό δεν χρησιμοποιήθηκε η μαγική δύναμη της συμβολικής εικόνας με πιο ύποπτο, συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο»6. Δέσμια μιας παρόμοιας μαζικής νεύρωσης, η δυτική κοινωνία επιδίδεται καθημερινά σε μια σπασμωδική προσπάθεια επανεύρεσης ενός κοινού συμβολικού συστήματος, μια προσπάθεια όμως που δεν επαφίεται πλέον στα χέρια της τέχνης, αλλά στο τεχνητό και θνησιγενές λεξιλόγιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όπως εξηγεί ο R. Alleau, κύρια λειτουργία του συμβόλου είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ εμμενούς και υπερβατικού, όχι γιατί το σύμβολο είναι ένα αφαιρετικό φιλοσοφικό σύστημα, αλλά γιατί καθρεφτίζει στην ίδια του τη δομή το αίνιγμα του ανθρώπου και τη θέση του στον κόσμο. Το σύμβολο είναι το κατεξοχήν μέσο μεταμόρφωσης και μετουσίωσης της ύλης και ενσάρκωσης του πνεύματος, καθώς και το θεμέλιο της ποιητικής λειτουργίας του λόγου και άρα κάθε δημιουργικής πράξης. «Όταν μια κοινωνία απολέσει την αίσθηση του ζωτικού ρόλου της ποίησης, τότε βυθίζεται σ’ ένα παραλήρημα ιδεολογικής αφαίρεσης», υπογραμμίζει ο Γάλλος ιστορικός7, αναφερόμενος στη σταδιακή αποξήρανση της γλώσσας στις νεωτερικές κοινωνίες και τη μετατροπή της σε απλό επικοινωνιακό σύστημα σημείων. Δεν είναι τυχαίο ότι η πανταχού παρούσα σήμερα σύγχρονη τέχνη (από το βιομηχανικό σχέδιο μέχρι την μαγειρική και από τις πολεοδομικές αναπλάσεις μέχρι τον κοινωνικό ακτιβισμό) απουσιάζει από το κατεξοχήν προνομιακό της πεδίο, την κατασκευή της εικόνας, η οποία χειραγωγείται πλήρως από τους διαφημιστές και τους ψυχολόγους. Και είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, ακόμα κι όταν ο σύγχρονος καλλιτέχνης αποφασίζει να ενσωματώσει την εικόνα στο έργο του, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ανακυκλώνει τη γλώσσα και τις στρατηγικές της διαφήμισης (και, αναπόφευκτα, την τεχνική της φωτογραφίας).
Η παρακμή του συμβολικού στοιχείου σε ηθικολογική αλληγορία κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, καθώς κι η περαιτέρω μετατροπή του σε προπαγανδιστικό μέσο από τις μεγάλες ιδεολογίες του 19ου και του 20ου αιώνα, σχετίζεται άμεσα με την αδυναμία της σημερινής κοινωνίας να αντλήσει νέες συμβολικές μορφές από το πολιτισμικό της απόθεμα. Κι αυτό γιατί η μέθοδος με την οποία επιχειρείται σήμερα να διαμορφωθούν νέα σύμβολα είναι κατ’ουσίαν αντίθετη με την ίδια τη φύση και τη λειτουργία της ποίησης σε όλη την ιστορία του πολιτισμού. Αυτή η λειτουργία είναι πρωτίστως, όπως είδαμε, μια διαδικασία διαμεσολάβησης, τόσο μεταξύ ύλης και πνεύματος όσο και μεταξύ του ανθρώπινου και του κοσμικού, συμπαντικού στοιχείου, μια διαδικασία που επιτρέπει τον έλεγχο και τη σταδιακή διοχέτευση της βίας σε μορφές πολιτιστικής δημιουργίας που αποτελούν πηγή γνώσης και νοηματοδοτούν ταυτόχρονα την ανθρώπινη ύπαρξη. Αντίθετα, σήμερα διαπιστώνουμε ότι αυτό που κυριαρχεί στις αλλεπάλληλες προσπάθειες «μυθοποίησης» που σπαράσσουν το κοινωνικό σύνολο είναι μια επιστροφή στον μηχανισμό του αποδιοπομπαίου τράγου, μια όλο και πιο συνειδητή δηλαδή προσπάθεια αντικατάστασης της πολιτισμικής διαμεσολάβησης από τον θυματοποιητικό μηχανισμό. Αυτή η τάση δεν είναι βέβαια κάτι το καινούριο στον δυτικό πολιτισμό. Την συναντούμε ήδη στον Νίτσε και στην περίφημη επίθεσή του στην ηθική των σκλάβων του χριστιανισμού, αλλά και στον ιδεολογικό πυρήνα πολλών ρευμάτων του καλλιτεχνικού μοντερνισμού και στη ρητορική τους περί καταστροφής των μουσείων και λατρείας της μηχανής και του πολέμου. Είναι ακριβώς αυτή η πρακτική της πλήρους αντιστροφής των αξιών, φιλοσοφικών και αισθητικών, που εφάρμοσαν πρώτα τα πρωτοποριακά ρεύματα, που αποτέλεσε το μοτίβο για τις σύγχρονες απόπειρες μυθοποίησης που κατακλύζουν την επικαιρότητα. Ενώ όμως εκείνες οι προσπάθειες παρέμεναν ακόμα ενταγμένες σ’ ένα καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό συνεχές, παραμένοντας συχνά συντηρητικές από καθαρά μορφολογική σκοπιά, ο πολιτισμικός και ηθικός μηδενισμός τον οποίο προήγαγαν εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και διαπότισε το ψυχισμό του κάθε ατόμου ξεχωριστά, καθιστώντας τελικά αδύνατη τη συμμετοχή σ’ ένα κοινό πολιτισμό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που εντοπίζεται ο γόρδιος δεσμός της σημερινής κρίσης: o νεωτερικός άνθρωπος, αντιμέτωπος με αδιέξοδες καταστάσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τους γνωστικούς του ορίζοντες, προσπαθεί να επανενεργοποιήσει έναν πρωτογενή μηχανισμό, τον οποίο όμως δεν πιστεύει, αλλά και που δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει ολοκληρωτικά. Έτσι αναγκάζεται να ανασύρει συνεχώς από το παρελθόν τελετουργίες και μορφές, οι οποίες όμως μεταμορφώνονται στα χέρια του σε ανούσιες καρικατούρες: λάβαρα, συνθήματα, παρελάσεις, στρατιωτικοί σχηματισμοί και στρατεύσεις κάθε είδους, επαναστατικές δράσεις, όλα επαναλαμβάνονται ως σχήματα κούφια, ως σημαίνοντα δίχως ουσιαστικό σημαινόμενο, παρά μόνο την ίδια τη σύγκρουση και το τυραννικό φάντασμα του Άλλου. Εγκλωβισμένος έτσι στην κόλαση των μιμητικών αντιπαλοτήτων, και προκειμένου να σταθεροποιήσει το έδαφος που φεύγει κάτω απ’τα πόδια του, δεν μπορεί παρά να αναζητά απεγνωσμένα αποδιοπομπαίους τράγους και «σύμβολα πίστεως», τα οποία όμως δεν μπορούν παρά να είναι επιφανειακές απομιμήσεις των αυθεντικών. Ως προς τη φύση και τη λειτουργία τους προσομοιάζουν περισσότερο με το ψυχαναλυτικό φετίχ, με κάποιο τυχαίο δηλαδή αντικείμενο, το οποίο εξαιτίας κάποιας συγκυρίας μετατράπηκε σε ψυχικό υποκατάστατο και σε συμπυκνωτή αρνητικής ενέργειας. Tο παραδοσιακό σύμβολο είναι μια οδός που σκοπό έχει τη μύηση, δηλαδή τη βιωματική διδασκαλία αυτού που είναι ανείπωτο και ανέκφραστο, και γι’ αυτό το λόγο δεν είχε ποτέ αξία αυτό καθαυτό ως αντικείμενο (είτε υλικό είτε ιδεατό: η λατρεία π.χ. των έργων τέχνης ως πολύτιμων χρηματικά και σπάνιων αντικειμένων δεν συναντάται στους μεγάλους πολιτισμούς, και όποτε εμφανίζεται είναι πάντοτε σε περιόδους παρακμής). Αντιθέτως, το σύμβολο/φετίχ της σημερινής κοινωνίας γίνεται αυτοσκοπός και λειτουργεί σαν παβλοφικό ερέθισμα, μέρος ενός γενικού κοινωνικού αυτοματισμού που είναι καταδικασμένος να αναπαράγει την μνησικακία και να εξάπτει τα πάθη.
Η κρίση που ταλανίζει τον δυτικό κόσμο δεν οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος απώλεσε το κριτήριο διάκρισης μεταξύ αληθούς και ψευδούς, ελλείψει κατάλληλων επιστημονικών και γνωστικών εργαλείων· το ερώτημα που πρέπει μάλλον να τεθεί είναι το γιατί στέρεψε η συμβολική γονιμότητα του δυτικού πολιτισμού, το γιατί ο μύθος κι η συμβολική σκέψη εξέπεσαν σε προπαγανδιστικό ψεύδος και εργαλεία χειραγώγησης, συμπαρασύροντας ακόμα και την ίδια την επιστημονική έρευνα και καθιστώντας την υποχείριο της βιομηχανίας της διαφήμισης. Η επιχείρηση αποδόμησης κάθε συμβολικής δομής και κάθε πολιτιστικού πλαισίου αναφοράς στην οποία έχει επιδοθεί η νεωτερική σκέψη απελευθέρωσε ίσως τη σύγχρονη κοινωνία από πολλά νεκρά δόγματα του παρελθόντος, αλλά απέσπασε τη συμβολική και μυθολογική δυναμική από το πνευματικό και υπερβατικό πεδίο και την υποβίβασε σε αυτό των διαπροσωπικών σχέσεων, παγιδεύοντας έτσι τον άνθρωπο σ’ ένα λαβύρινθο που βασιλεύουν τα είδωλα. Η Simone Weil, με την εξαιρετική διαίσθηση και τη διαύγεια σκέψης που τη διέκρινε, είχε εντοπίσει σωστά το επίκεντρο όλης αυτής της προβληματικής όταν έγραφε ότι το χειρότερο και πιο διαδεδομένο έγκλημα όλων των εποχών είναι η ειδωλολατρία8. Γιατί είναι η ειδωλολατρία που προκαλεί σύγχυση σκοπών και μέσων και οδηγεί τελικά στη σύγχυση πνευματικής στόχευσης. Η παρακμή της συμβολικής σκέψης στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό απεικονίζει ανάγλυφα το πώς η ειδωλολατρία του ορθολογισμού και την ανθρώπινης νόησης οδήγησε στην ειδωλολατρία της προσωπικότητας, για να μετατραπεί τελικά στον 20ό αιώνα των μεγάλων ανθρωποσφαγών και των ατελείωτων πολέμων σε μια λατρεία πτωμάτων.
1René Alleau, La Science des Symboles, Payot, Paris 1976, σελ. 57.
2Βλ. René Girard, La Violence et le Sacré (Η Βία και το Ιερό), Éditions Grasset & Fasquelles, Paris 1972, και το Des Choses cachées depuis la Fondation du Monde (Κεκρυμμένα από καταβολής), Éditions Grasset & Fasquelles, Paris 1978.
3Βλ. το κείμενο του Gilbert Durand, L’Univers du Symbole, στο R. Alleau, 1976, σελ. 268-269.
4R. Alleau, La Science des Symboles, σελ. 13.
5ό.π., σελ. 266.
6ό.π., σελ. 236.
7ό.π., σελ. 237.
8S. Weil, La Persone et le Sacré, Éditions Payot & Rivages, Paris 2017, σελ. 38.