Η νέα γραμματική της πολιτικής ανυπακοής
Του BERNARD HARCOURT*
[…]Το συντακτικό που χρησιμοποιούν οι κριτικοί και οι ειδήμονες δεν φαίνεται πλέον να λειτουργεί. Δηλώσεις που υποστηρίζουν ότι το κίνημα «Καταλάβετε τη Wall Street» θα πρέπει να αποκτήσει μια ατζέντα ή, όπως η Wall Street Journal παρατήρησε υποτιμητικά, πρέπει να σταματήσει να επιδίδεται σε «ημέρες μάταιης οργής», δεν έχουν πλέον απολύτως κανένα νόημα. Είναι σαν αυτές οι γραμματικές διατυπώσεις να μην μπορούν να «ακουστούν» σωστά, δεδομένου του παραδείγματος του χωρίς ηγεσία κινήματος της νέας αντίστασης. Ηχούν όπως η αθόρυβη βοή στο A Thousand Plateaus των Ντελέζ και Γκουαταρί – ή, ίσως, όπως το περισσότερο γνωστό «mwa, mwa, mwa» στα καρτούν του Charlie Brown.
Αυτό ισχύει ακόμα και για τους συνοδοιπόρους τους. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο φιλόσοφος Peter Hallward υποστηρίζει στην εφημερίδα The Guardian ότι «θα πρέπει να μετατρέψουμε την πολεμική καθαρότητα του νέου σλόγκαν -”Είμαστε το 99%”- σε μία επιβλητική πολιτική άποψη», η σύνταξη δεν λειτουργεί: δεν είναι σαφές ποιοι είμαστε “εμείς”, ούτε με ποιους είναι αντιμέτωπος ο Peter Hallward. Το «εμείς» συγκροτείται από διαμαρτυρόμενους στο Διαδίκτυο, αναγνώστες του Guardian, «ηγέτες» κάποιου κινήματος, ή κριτικούς; Η αίσθησή μου είναι ότι αυτό το είδος της δήλωσης είναι κατά κάποιο τρόπο άηχο και ελαφρώς χωρίς νόημα. Δεν μπορεί να «ακουστεί» σωστά πια.
Το πρόβλημα είναι, πρώτον, χωρικό. Κανονιστικές δηλώσεις για το «Καταλάβετε τη Wall Street» -αξιώσεις για το τι αυτό το κίνημα θα πρέπει να κάνει- δεν ακούγονται λειτουργικές, εκτός εάν ο ομιλητής έχει φυσική παρουσία στο χώρο της κατάληψης. Ο Peter Hallward δεν μπορεί πειστικά να πει σε κανέναν τι θα πρέπει να κάνει το «Καταλάβετε τη Wall Street» -όχι περισσότερο από όσο θα μπορούσε η Wall Street Journal- εκτός αν ο Hallward είναι «καταληψίας». Και δεν μπορείς να «καταλάβεις» τίποτα όταν κάθεσαι μπροστά στον υπολογιστή σου ή δημοσιεύεις ένα άρθρο. Δεν μπορείς να «καταλάβεις» εξ αποστάσεως.
Το δεύτερο πρόβλημα, που συνδέεται με το πρώτο, είναι ριζωματικό. Επειδή το κίνημα είναι ακέφαλο, δεν υπάρχει κανείς για να «μιλήσει σε», εκτός από τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές στον υπό κατάληψη χώρο· και δεν υπάρχει τρόπος να «μιλήσει στους» διαμαρτυρόμενους, εκτός αν ο ομιλητής τοποθετεί τον εαυτό του στο κίνημα αντίστασης. Απλώς, κανείς δεν μπορεί να «μιλά για» το «Καταλάβετε τη Wall Street». Στο πλαίσιο αυτού του νέου πολιτικού παραδείγματος, η αντίσταση μπορεί να «ακουστεί» μόνο από το χώρο της κατάληψης, και μόνο τότε, μέσα από τη συντονισμένη φωνή της συγκροτημένης συζήτησης και της δυνητικής συναίνεσης.
Αλλά πέρα από αυτό, για να προσκομίσει μια λειτουργική κανονιστική πρόταση σχετικά με το «Καταλάβετε τη Wall Street», ο ομιλητής πρέπει να έχει σωματική συμμετοχή στο κίνημα. Δεν πρόκειται μόνο για τη φυσική παρουσία του, αλλά για την «κατάληψη» μιας θέσης, με την έννοια ότι η ατομική φαντασία του αποτελεί μέρος του κινήματος αντίστασης. Αυτό που χρειάζεται για να «κάνει κατάληψη», δεν είναι απαραίτητα μια σκηνή ή ένας υπνόσακος, ούτε καν μια αφίσα (αν και αυτά σίγουρα βοηθάνε), αλλά η αυτο-αντίληψη ότι είναι διαμαρτυρόμενος. Η απλή παρουσία δεν αρκεί. Η παρουσία δημοσιογράφων, οι επισκέψεις τουριστών, οι περιπολίες της αστυνομίας στο πάρκο, ή οι πολιτικοί που ισχυρίζονται ότι είναι ευαίσθητοι στα αιτήματα των διαμαρτυρόμενων, τίποτε από αυτά δεν θα υπήρχε, εάν κάποιοι δεν έκαναν το περαιτέρω βήμα να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως μέρος του κινήματος αντίστασης.
Υπάρχει μια τρίτη διάσταση του προβλήματος: μια συντακτική διάσταση. Η συμβατική συντακτική δομή των προτάσεων του τύπου «Οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν το xyz» στηρίζεται στην αξίωση μιας αρχής η οποία δεν φαίνεται πλέον να ισχύει. Είναι σαν οι καθιερωμένες μορφές γνώσης και εμπειρίας να μην μπορούν πλέον να παράγουν αληθείς δηλώσεις. Ο ισχυρισμός ενός οικονομολόγου, ενός πολιτικού, ενός ειδικού ή αρθρογράφου για το τι πρέπει να κάνει το «Καταλάβετε τη Wall Street» ώστε να πετύχει δεν είναι πλέον μία πλήρης νοήματος πρόταση, διότι οι συντάκτες των ισχυρισμών αυτών έχουν αποτύχει.
Αυτό φαίνεται να είναι ένα κεντρικό μήνυμα του κινήματος «Occupy»: οι φερόμενοι ειδικοί είναι ακριβώς αυτοί που μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση, την οποία τόσοι πολλοί αντιλαμβάνονται ως απαράδεκτη – μια κατάσταση συνεχώς αυξανόμενης ανισότητας, όπου οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί έχουν μεγαλύτερη συνολική περιουσία από 150 εκατομμύρια Αμερικανούς που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό θεωρώ ότι είναι το κατευθυντήριο ιακωβίνικο πνεύμα αυτής της νέας μορφής πολιτικής ανυπακοής, αλλά χωρίς την ηγεσία των Ιακωβίνων. Και είναι ακριβώς αυτή η απουσία ηγεσίας που αναδεικνύει νέες συντακτικές προκλήσεις: εκείνοι που προσπαθούν να «καθοδηγήσουν» το «Καταλάβετε τη Wall Street» στη «σωστή κατεύθυνση» -είτε με το καλό είτε με το κακό- έχουν ήδη αποτύχει παταγωδώς και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει έγκυρη γραμματική στις δηλώσεις τους.
Αυτή η νέα συντακτική τάξη – και τα μέσα που συνοδεύουν τις γενικές συνελεύσεις, τα «ανθρώπινα μικρόφωνα» και οι χειρονομίες – έχει ριζικές επιπτώσεις. Η πρώτη επίπτωση είναι η παντελής εξάλειψη της χαρισματικής ηγεσίας. Αυτό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της απουσίας ηγεσίας, αλλά και του «ανθρώπινου μικρόφωνου» ως μορφή έκφρασης, επικοινωνίας και ενίσχυσης. Το «ανθρώπινο μικρόφωνο» αναιρεί το χάρισμα. Είναι όπως η ζωντανή μετάφραση: ο ομιλητής μπορεί να προφέρει μόνο πέντε έως οκτώ λέξεις προτού κλείσει το στόμα του, ενώ το συγκεντρωμένο πλήθος επαναλαμβάνει αυτά που είπε. Το αποτέλεσμα είναι η εκτόνωση της ρητορικής ορμής. Επίσης, εξωθείται το συγκεντρωμένο πλήθος να προφέρει λέξεις και επιχειρήματα με τα οποία μπορεί να μη συμφωνεί – κάτι που έχει επίσης το ευεργετικό αποτέλεσμα της «ουδετεροποίησης» της πολιτικής ορμής.
Δεύτερον, η νέα γραμματική δομή ανοίγει τον πολιτικό χώρο της κατάληψης σε πολλές φωνές, απόψεις και γνώμες – σε μια πολλαπλότητα «πολιτικών πεποιθήσεων». Για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι υπέρ των συνδικάτων, χωρίς απαραίτητα το ίδιο το κίνημα αντίστασης να είναι. Άλλος μπορεί να αντιταχθεί σ’ αυτό και να υποστηρίξει ότι τα συνδικάτα είναι ιεραρχικά ιδρύματα που αναπαράγουν ή κρυσταλλώνουν νέες μορφές καταπίεσης. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια μεγάλη ομάδα διαδηλωτών του «Occupy» να επιχειρηματολογούν για τη διαπραγμάτευση των συνδικάτων στο Wisconsin, αλλά δεν θα «είχε νόημα» για κανέναν να πει ότι το «Καταλάβετε τη Wall Street» είναι «υπέρ των συνδικάτων». Η γραμματική δομή αυτής της πρότασης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Η νέα σύνταξη επιτρέπει τη σύγκλιση πολλαπλών οπτικών και την επικάλυψη αλληλοαναιρούμενων, μερικές φορές, ιδεών, χωρίς τη λειτουργία κάποιου μηχανισμού αποκλεισμού. Μπορεί να υπάρξουν φιλοκυβερνητικοί διαμαρτυρόμενοι δίπλα σε αντικυβερνητικούς, για παράδειγμα, χωρίς το κίνημα αντίστασης να χρειάζεται να αποφανθεί «δικαστικά» για τη διαφορά μεταξύ τους. Όλες αυτές οι απόψεις μπορούν να ακουστούν, εφόσον οι φορείς τους έχουν φυσική παρουσία, καταλαμβάνοντας, αυτοπροσδιοριζόμενοι, και στη συνέχεια εκφράζοντας τη γνώμη τους όσον αφορά το «εμείς».
[…] Η κεντρική ιδέα του «να μην υπάρχει ηγεσία» είναι, φυσικά, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του «Καταλάβετε τη Wall Street» και πηγή πολλών επικρίσεων – ακόμη και μεταξύ των φίλων και συνοδοιπόρων του παγκόσμιου κινήματος «Occupy». Η πιο συχνή αντίρρηση είναι ότι απλά παραλύει την πολιτική δράση. Ο Slavoj Zizek εξέφρασε αυτό το παράπονο σε σχέση με το κίνημα αντίστασης στην Ελλάδα, όταν έγραψε, τον περασμένο Αύγουστο:
«Στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας αναδεικνύει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο εξισωτικής ελευθερίας, χωρίς κάποια κεντρική αρχή να τον ρυθμίζει, έναν δημόσιο χώρο όπου όλοι έχουν τον ίδιο χρόνο για να μιλήσουν και ούτω καθεξής. Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητούν τι πρέπει να κάνουν στη συνέχεια, πώς να υπερβούν την απλή διαμαρτυρία, η άποψη της πλειοψηφίας ήταν ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια απευθείας έφοδος για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, αλλά ένα κίνημα που θα επιδιώξει να ασκήσει πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν είναι αρκετό για να επιβάλει την αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα ισχυρό όργανο ικανό να παίρνει γρήγορα αποφάσεις και να τις υλοποιεί με την απαραίτητη δριμύτητα».
Η έκκληση του Ζίζεκ για «ένα ισχυρό όργανο» που θα δρα με «την απαραίτητη δριμύτητα» είναι, φυσικά, αντίθετη στο χωρίς ηγεσία κίνημα αντίστασης – είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα λενινιστικό κόμμα πρωτοπορίας. Αλλά για εκείνους που προσελκύονται από το πρότυπο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια του «ακέφαλου» μπορεί να ανοίξει πραγματικά ριζοσπαστικές δυνατότητες. Φαίνεται, πράγματι, ότι έτσι είναι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστον, τώρα ασχολούνται με τη συνομιλία, το διάλογο και τη βαθιά διερεύνηση, διαδικασίες σχεδόν ανύπαρκτες -υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες- μόλις πριν από τρεις μήνες.
Όπως πρότεινα πριν, αυτό το νέο πρότυπο της «πολιτικής ανυπακοής» μπορεί να αποτελέσει τη μορφή αντίστασης στον τρόπο που κυβερνιόμαστε. Θα ήθελα να προσθέσω εδώ ότι, αποφεύγοντας ξεπερασμένες κομματικές πολιτικές και εξαντλημένες ιδεολογικές συζητήσεις, αυτό το είδος της αντίστασης μπορεί να ανοίξει πράγματι δυνατότητες. Μπορεί να χρησιμεύσει για να αντισταθούμε στις κρυσταλλωμένες μορφές ιεραρχίας και κυριαρχίας, οι οποίες τόσο συχνά είναι βαθιά εμπεδωμένες στις εναλλακτικές λύσεις, προτάσεις και ιδεολογίες που προσφέρονται.
Από αυτή την άποψη, ίσως αξίζει να επιστρέψουμε σε μερικά από τα θεωρητικά κείμενα που ακολούθησαν την εξέγερση του Μάη του 1968. Ο David Showalter μου επισήμανε ένα διορατικό απόσπασμα από μια συνέντευξη του Michel Foucault στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όταν ρωτήθηκε αν, μετά την κριτική, υπάρχει «ένα στάδιο κατά το οποίο θα μπορούσαμε να προτείνουμε κάτι;», ο Φουκώ απάντησε:
«Η θέση μου είναι ότι δεν εναπόκειται σε εμάς να προτείνουμε. Μόλις κάποιος ”προτείνει” -ένα λεξιλόγιο, μια ιδεολογία- μπορεί να έχει μόνο αποτελέσματα κυριαρχίας… Αυτά τα αποτελέσματα της κυριαρχίας θα επιστρέψουν και θα έχουμε και άλλες ιδεολογίες, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο. Απλά, στον αγώνα τον ίδιο και μέσα από αυτόν θα προκύψουν θετικές συνθήκες».
Μόνο με την ανοιχτή αμφισβήτηση και τον αγώνα, «στο τέλος», πρότεινε ο Φουκώ, «οι δυνατότητες ανοίγουν». Και βέβαια φαίνεται ότι οι δυνατότητες έχουν ανοίξει. Υπάρχει μια συζήτηση σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία δεν έχει ξανακουστεί ποτέ. Είναι το προϊόν, πιστεύω, αυτού του νέου προτύπου του χωρίς ηγεσία κινήματος κατάληψης. Είναι επίσης το αποτέλεσμα μιας νέας σύνταξης που αναπτύσσεται από μια εντυπωσιακή ομάδα μορφωμένων νέων που εκφράζονται με μια νέα πολιτική γραμματική. Σίγουρα, υπάρχει αρετή στο να διατηρείς την αμφισβήτηση ανοιχτή.
*Καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο
Μετάφραση: Κ.Χ.
Τα πλάγια γράμματα είναι από το πρωτότυπο
Πηγή: The Guardian
αναδημοσίευση από εφημερίδα Δράση