HOME » ΕΠΙΚΑΙΡΑ » ΚΕΙΜΕΝΑ » Το αντικείμενο

Το αντικείμενο

Το αντικείμενο

Το Μυαλό μες στην αντανάκλαση των ικανοτήτων του,

Και στον πίνακα εγγράφονται οι αγέλες∙

με τα Πολιτισμένα και τ’ απολίτιστα Τοτέμ.

 

Ιστορικά οι πρώτες προσπάθειες διαμόρφωσης θεωρίας για το έθνος και τον «Πολιτισμό» συνέπεσαν στην Ευρώπη με την περίοδο των λεγόμενων αστικών επαναστάσεων. Παράλληλα διαπιστώνεται η θεαματική ανάπτυξη του εννοιολογικού και μεθοδολογικού εξοπλισμού των «Επιστημών του Ανθρώπου». Μέχρι το 1920 στα γραπτά των Ιδεολογιών το πρόβλημα του εθνισμού και της εθνικότητας μόνο περιστασιακά αποσπά την προσοχή των Φιλοσόφων. Μετά το 1920 υπάρχει ένα «σιωπηρό ενδιαφέρον», που προσπαθεί να προσεγγίσει τις σημαντικές όψεις του προβλήματος:

 

  • ο Γαλλικός Συμβατισμός με το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» αμφισβητεί τα φεουδαρχικά προνόμια της εποχής και το δόγμα της «ελαίω θεού» Μοναρχίας, υποστήριξε ότι η κοινωνικότητα καθ’ εαυτήν είναι προϊόν ενός συμβολαίου και ότι η Κοινωνία και οι θεσμοί της δεν είναι προϊόν ούτε της «θείας βούλησης», ούτε της «δύναμης του ισχυροτέρου», ούτε θα πρέπει να κατανοηθεί ως «σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση». Η αναπαραγωγή του πολιτισμικού υποκειμένου, του έθνους, είναι αδιανόητη έξω από την ύπαρξη και κάποιας μορφής πολιτικής εξουσίας. Η «εθνοποιητική διαδικασία», ως μορφοποίηση εθνών και δημιουργικής ανασύνταξης σε περιόδους κρίσης, στις διάφορες μορφές της δεν μπορεί να περισταλεί απλά και μόνο στην υλοποίηση μιας «άψογα διαρθρωμένης πολιτικής στρατηγικής». Είναι κατά κάποιον τρόπο οργανική και όχι προσχεδιασμένη. Χωρίς να είναι χαοτική-αυθαίρετη-ανερμάτιστη, δεν μπορεί να υπαγορευθεί με νόμους και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας πλήρους κι εξαντλητικής διαδικασίας.
  • ο Γερμανικός Ρομαντισμός, ρωμαλαίο «εθνικό και μορφωτικό κίνημα», αναπτύσσεται στις αρχές του 19ου αιώνα στην Πρωσία, την πιο ετερογενή και μικτή φυλετικά περιοχή της Γερμανίας, με τους κύριους εκπροσώπους του Έγελο και Φίχτε να θεμελιώνουν τον εθνισμό πάνω σε μια πρωσικού τύπου λατρεία του κράτους. «Η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου πρέπει να αντικατασταθεί από την Ιδέα του Κράτους. Το Κράτος είναι η οργανική ενότητα της κοινωνικής ζωής. Τα άτομα είναι απλά συμβεβηκότα και εξαρτήματα απομονωμένα μεταξύ τους. Γι’ αυτό σημαντική είναι η καθυπόταξη του ατόμου στους εγγενείς σκοπούς του καθολικού-του Κράτους. Το πραγματικά ενσυνείδητο άτομο καλείται να αναγνωρίσει στο Κράτος το ανώτερο Εγώ του και στην Κρατική Βούληση την έκφραση της δικής του Θέλησης», όπως πρεσβεύει ο Έγελος.
  • ο Ρατσισμός, που σίγουρα δεν ήταν ένα «λυπηρό ατύχημα», μια «ατυχής συγκυρία» ή ένα «δαιμονικό κατόρθωμα» των Χίτλερ και Μουσολίνι. Η συνθηματολογία για την εξέγερση του «αίματος της αδιάφθορης φυλής» και την αφύπνιση των «υγιών ενστίκτων του ξανθού κτήνους», που κινδύνεψαν να ατροφήσουν υπό την επιρροή του «ιουδαιο-χριστιανικού πολιτισμού», καθώς και η «αντιπλουτοκρατική και αντιδιανοουμενίστικη» ρητορεία του Φασισμού, βρήκαν σημαντική απήχηση στους ξεριζωμένους ανέστιους και μοναχικούς πληθυσμούς των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων του Μεσοπολέμου, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Το Έθνος αναδύθηκε στην Ιστορία σαν μία προσπάθεια, ανάμεσα στα άλλα, «Υπέρβασης της φυλετικής αποκλειστικότητας και του απρόσωπου κολλεκτιβισμού».
  • ο Αγγλοσαξονικός Εμπειρισμός, που προσπαθεί να αντιπαρέλθει τα αδιέξοδα του Γερμανικού Ρομαντισμού και του Γαλλικού Συμβατισμού. Δημιουργούνται τα Ρεύματα της «Πραγματοκρατίας» και του «Ωφελιμισμού», κατά τα οποία η κοινωνικότητα δεν είναι παρά το προϊόν ενός «σοφά υπολογισμένου εγωισμού» και όχι «πρωτογενές και μη αναγόμενο χαρακτηριστικό» του Ανθρώπου, επειδή τα άτομα ενώνονται σε μία «κοινότητα συμφερόντων» από ανάγκη για ασφάλεια και η Κοινωνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια «σειρά σχέσεων» μεταξύ «μεμονωμένων ιδιοκτητών». Ο Αγγλοσαξονικός Εμπειρισμός παρουσιάζεται σαν «εθνικά αποχρωματισμένος ουμανισμός» και διεκδικεί μια «καθολική ερμηνευτική και καθοδηγητική αξία», δια της οποίας αποκωδικοποιείται η πολυδυναμία των προτύπων των Εθνισμών και τα άτομα ευθυγραμμίζονται στη συγκαταβατική-υπεροπτική «Φιλανθρωπία», αφού υφέρπει ένα είδος «κοινωνικού δαρβινισμού». Η πολυδιαφημισμένη έλλειψη ρητών και κωδικοποιημένων φυλετικών-εθνικών-θρησκευτικών διακρίσεων στο καθεστώς εισδοχής στα Ανώτερα ιδρύματα της Βρετανίας, δεν τα απαλλάσσει από την κατηγορία Κέντρων Εξόρμησης Πολιτιστικού Ιμπεριαλισμού.
  • ο Ρώσικος ρασιοναλισμός επαίρεται για ευνοϊκή αντιμετώπιση όλων των Πολιτισμών ως «αναπαραγωγή και εμπλουτισμό» των ιδιαιτεροτήτων. Οι εθνικές αντιπαλότητες έπαιρναν τη μορφή ανταγωνισμού μεταξύ κυρίαρχων κρατών, αποσκοπούσαν στην πολιτιστική και κοινωνικό-οικονομική ομογενοποίηση. Επικρατεί η βεβαιότητα ότι υπάρχουν γενικά και καθολικά ισχύοντα κριτήρια για την επιστημονική έρευνα και κατ’ επέκταση για το «κοινωνικό πράττειν». Ο πλουραλισμός των Ρώσων είναι μετέωρος και αθεμελίωτος, αθροιστικός και εξισορροποιητικός. Είναι περισσότερο ένας «Πολιτιστικός Συγκριτισμός», που αποσκοπεί κατά βάθος στην επιβίωση και απλή αναπαραγωγή της ενιαίας υπόστασης του Κράτους.

 

 

Όλα τα Ρεύματα αποδέχονται την αρχή του Έθνους-Κράτους, το «πολιτικό αίτημα» δηλαδή «σύμφωνα με το οποίο τα εδαφικά όρια μιας επικράτειας θα πρέπει να συμπίπτουν με την περιοχή που κατοικείται από ένα μόνο Έθνος». Το αίτημα για την αποκατάσταση στενών σχέσεων μεταξύ Έθνους και Κράτους, καθώς και η Ιδεολογία του «δημοσίου συμφέροντος» οδηγεί στη διαδικασία μορφοποίησης του πολύγλωσσου φεουδαρχικού μωσαϊκού σε σύγχρονα Έθνη, που πήρε κατά βάσιν τη μορφή της βίαιης και εκ των άνω ως «συγκεντρωτικό Κράτος Πεφωτισμένων Δεσποτών» συντριβής μετ’ εμποδίων, που όρθωνε η φεουδαρχική κατάτμηση στη διαμόρφωση μιας ενιαίας Εθνικής Αγοράς.
Όπως τα ανθρώπινα υποκείμενα κατά τη Μεταρρύθμιση μετατράπηκαν σε «κλειστές μονάδες», «νησιά σε αφιλόξενη θάλασσα», έτσι και μέσω του προτεσταντικού παρτικουλαρισμού αναδύθηκαν κλειστές εθνικές μονάδες, οι οποίες θα συνιστούσαν την «σφαιρική κοινωνία» και η εκκλησία θα συνέχιζε να διατηρεί τη «δικαιοδοσία» της στο εσωτερικό της κάθε συνείδησης. Το αφετηριακό σημείο δεν είναι πια η «Χριστιανοσύνη», αλλά το «Κυρίαρχο, Αυτάρκες, Ατομικό Έθνος-Κράτος». Η ένταξη των ιστορικών εθνών στη διαμορφούμενη σταδιακά Παγκόσμια Αγορά οδήγησε στην πολιτιστική και κοινωνικό-οικονομική ομογενοποίηση και η κατάτμηση και περίφραξη στην ενσωμάτωση και την ισοπέδωση των ετεροτήτων. Η όλη υπόθεση κατανοήθηκε και βιώθηκε σαν «εκκαθάριση» του εθνικού εδάφους από πληθυσμούς που σε πλαίσιο της Αρχής του Έθνους-Κράτους είχαν γίνει πια «ξένα σώματα». Τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αποτελούν μία ακόμη σύγχρονη επινόηση. Τα συρματοπλέγματα απομονώνουν τους «αντεθνικούς», που θεωρούνται πια απόβλητοι από τον εθνικό κορμό. Η ιθαγένεια μπορεί να αποκτηθεί ή να αφαιρεθεί με μια απλή διοικητική πράξη και η υπηκοότητα τείνει να ταυτιστεί με την εθνικότητα.
Στους Παγκόσμιους Πολέμους χρησιμοποιείται το σώμα του στρατιώτη, με την άλκιμη όψη του, σε μία κατεργασία του στις λεπτομέρειες· για άσκηση πάνω του ενός λεπτού καταναγκασμού, για εξασφάλιση του επηρεασμού του στο ίδιο το επίπεδο της μηχανικής, κινήσεις-χειρονομίες-στάσεις-ταχύτητα, ώστε να μετατοπίζεται το σημαίνον από τη συμπεριφορά στην αποτελεσματικότητα των κινήσεων και στην εσωτερική τους οργάνωση, ώστε να ασκείται σύμφωνα με μια κωδικοποίηση που αστυνομεύει τό χρόνο, τό χώρο, τίς κινήσεις. Οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν το σχολαστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων τού σώματος, εξασφαλίζουν τη σταθερή καθυπόταξη των δυνάμεών του και επιβάλλουν σ’ αυτές μιά σχέση υπακοής-χρησιμότητας. Όλα τούτα μπορούν να ονομαστούν «πειθαρχίες».
Εκτός όμως απ’ τους «αντεθνικούς» υπάρχει και ο «εσωτερικός εχθρός», η συμπεριφορά που παρεκκλίνει από την «προσωπικότητα-πυρήνα», ο οποίος με ποιους τρόπους «εκκαθαρίζεται» σε μη-εμπόλεμες περιόδους;
Ο «εσωτερικός εχθρός» πρέπει πρώτα να υποστεί την ανάκριση, ώστε να αποσπασθεί η ομολογία του. Γραπτή, μυστική, υποταγμένη σε αυστηρούς κανόνες για να εδραιώσει τις αποδείξεις της, η ποινική ανάκριση είναι μια μηχανή ικανή νά παράγει την αλήθεια χωρίς τήν παρουσία του κατηγορουμένου. Η ομολογία αποτελεί μια τόσο ισχυρή απόδειξη, ώστε δεν υπάρχει ανάγκη νά προστεθεί καί άλλη, ούτε και να προσφύγει κανείς στο δυσχερέστερο καί αμφίβολο συνδυασμό των ενδείξεων. Η ομολογία – υπό τον όρο να γίνεται σύμφωνα με τους τύπους – απαλλάσσει σχεδόν ολότελα τον κατήγορο από το να προσκομίζει άλλες αποδείξεις. Ο μόνος τρόπος να χάσει η διαδικασία αυτή τό μονοσήμαντο κύρος της, καί νά μετατραπεί σέ πραγματική εξουθένωση του κατηγορουμένου, είναι να επωμιστεϊ ό κατηγορούμενος το έγκλημά του, και να προσυπογράψει τα όσα υπούλως καί επιμελώς εχει κατασκευάσει η άνάκριση. Με τήν ομολογία, ο κατηγορούμενος παίρνει ο ίδιος μέρος στην τελετουργία της παραγωγής της ποινικής άλήθειας. Το κλασικό ποινικό δίκαιο για να αποσπάσει την ομολογία, χρησιμοποιεί τον όρκο, απειλή για τον κατηγορούμενο να γίνει επίορκος «ενώπιον Θεού και άνθρώπων», και τα βασανιστήρια, σωματική βία για να επιτευχθεί η «αυθόρμητη» παραδοχή. Σιγά-σιγά κάνει την εμφάνισή του το «ανθρώπινο στοιχείο», το οποίο αναλαμβάνουν να «διαφυλάξουν-προστατεύσουν» οι μελέτες «ανθρωπιστικού χαρακτήρα», συνδεδεμένες με τους κανόνες Δικαίου, που παρέχουν μια τυπική οροθέτηση της Εξουσίας και με τα αποτελέσματα της επιστημοποίησης που η Εξουσία παράγει και μεταβιβάζει. Νέου τύπου «πειθαρχίες» γεννιούνται.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11

Translate »