Το κίνημα των πλατειών και η μετάβαση από χώρους διαμαρτυρίας σε χώρους αντίστασης
Γράφουν οι Δημήτρης Πέττας[1] Μαρία Δασκαλάκη[2]
“Με δύο λόγια: η αγανάκτηση που εκφράστηκε για πρώτη φορά άναρχα στην πλατεία Συντάγματος το 2011 κατέλαβε συντεταγμένα τέσσερα χρόνια μετά την εξουσία”
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Καθημερινή
“Οι Αγανακτισμένοι είναι σήμερα διορισμένοι μετακλητοί στο δημόσιο. Δεν το λέω για πλάκα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτιαξε κομματικό στρατό, στα δύο χρόνια κυβέρνησης διορίστηκαν 30.000 άτομα, αυτοί ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές των Αγανακτισμένων”
Άδωνις Γεωργιάδης, Συνέντευξη στον ΑΝΤ1
Η κυρίαρχη αφήγηση προσπαθεί σταθερά και αδιάλειπτα να παρουσιάσει το κίνημα των πλατειών το οποίο αναπτύχθηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011 ως μία σύμπραξη άκρας δεξιάς και άκρας αριστεράς στη βάση του λαϊκισμού, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίξει ότι αντίστοιχες απόπειρες απουσιάζουν σήμερα καθώς οι συμμετέχοντες σε αυτό έχουν καταλάβει θέσεις εξουσίας. Η αφήγηση αυτή εστιάζει αποκλειστικά στη κεντρική πολιτική σκηνή (αφού αυτή θεωρείται το μόνο πεδίο διαμόρφωσης και άσκησης της πολιτικής από τους εκφραστές της), αφήνοντας έξω τη σημαντική επίδραση του κινήματος σε πρωτοβουλίες και δίκτυα που αναπτύχθηκαν ‘από τα κάτω’, στην ανάδυση δομών αλληλεγγύης αλλά και στην τομή που επέφερε στον τους τρόπους συλλογικής διαμαρτυρίας και στον ρόλο του δημόσιου χώρου σε αυτούς. Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζουμε συνοπτικά τα πρώτα συμπεράσματα μίας εν εξελίξει έρευνας για το κίνημα των πλατειών και τη μεταγενέστερη διάχυση του στην Αθήνα.
Σημειώνεται ότι κάθε αναφορά στο κίνημα των πλατειών εντός του κειμένου αναφέρεται στην αποκαλούμενη κάτω πλατεία, καθώς εκεί – και μέσω της συνέλευσης η οποία λειτούργησε – ήταν ο χώρος που το κίνημα των πλατειών ξέφυγε από την απλή διαμαρτυρία, την απαξίωση κάθε πολιτικής διαδικασίας αλλά και την παραγωγή σεξιστικού, ρατσιστικού και εθνικιστικού λόγου. Επιπλέον, εκεί αναπτύχθηκαν συλλογικές δομές και δράσεις. Σε ότι αφορά τη διαφοροποίηση ‘πάνω’ και ‘κάτω’ πλατείας (βλ. επίσης Leontidou, 2012), θεωρούμε ότι στο Σύνταγμα αναπτύχθηκαν δύο αντιθετικές, και όχι συμπληρωματικές, αφηγήσεις. Η πρώτη αποκήρυσσε κάθε πολιτική και συλλογική διαδικασία, περιόρισε την κριτική της στους ‘κακούς’, ‘κλέφτες’ πολιτικούς, ψάχνοντας μία νέα διακυβέρνηση εντός της λογικής της ανάθεσης της πολιτικής σε ‘καθαρούς’, θεσμικούς εκπροσώπους της. Η δεύτερη, με την οποία και ασχολείται ουσιαστικά το κείμενο, κατάφερε να ξεφύγει από τη λογική της ανάθεσης, διερεύνησε νέους τρόπους άσκησης πολιτικής στο πλαίσιο της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, ενώ αμφισβήτησε το υφιστάμενο μοντέλο δημοκρατίας και δομικές οικονομικές μεταβολές. Ενώ βέβαια τα αποτελέσματα σε ότι αφορά τις κεντρικές επιδιώξεις του κινήματος ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς ‘δε πραγματοποιήθηκαν ποτέ μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των επίσημων πολιτικών’ (Mavrommatis, 2015), η συνεισφορά του σε μία σειρά θεμάτων που αφορούν τόσο την από τα κάτω παραγωγή και άσκηση πολιτικής όσο και ζητήματα χρήσης του δημόσιου χώρου ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Τομή στους τρόπους συλλογικής διαμαρτυρίας: Το κίνημα των πλατειών δεν εμφανίστηκε αποκλειστικά στην Ελλάδα αλλά σε πολλές χώρες της Β. Αφρικής, της Ασίας, της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, έχοντας διαφορετικό περιεχόμενο και στόχευση. Εντούτοις, η από τα κάτω οργάνωση, η αυτονόμηση από θεσμικούς και επίσημους μηχανισμούς και η ανάπτυξη οριζόντιων δομών στην οργάνωση και τη δράση (Leontidou, 2012; Petropoulou, 2014) αποτελούν μερικά από τα κοινά χαρακτηριστικά των κινημάτων αυτών. Υπό την έννοια αυτή εμφανίζονται συγκλίσεις με τα κινήματα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης τα οποία σηματοδότησαν, σε αντιπαραβολή με τα κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970, μία μεταστροφή (περισσότερο σε επίπεδο οργάνωσης) από τη μαρξιστική στην αναρχική ιδεολογία, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία και τις πρακτικές, χωρίς να προϋποθέτουν αυστηρή ιδεολογική συνοχή εντός του κινήματος (Graeber, 2007).
Ακριβώς αυτή η έμφαση στη διαδικασία και όχι στην αυστηρή ιδεολογική ομοιογένεια αλλά και η επιδίωξη της αυτονομίας μέσω του αποκλεισμού πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων μας επιτρέπει να μιλάμε για μία τομή στους τρόπους συλλογικής διαμαρτυρίας στην Ελλάδα. Οι τελετουργικές, ετερόνομες και λίγο-πολύ προκαθορισμένες μορφές διαμαρτυρίας αφενός ήταν εύκολα διαχειρίσιμες από το κράτος και τους μηχανισμούς του και αφετέρου όχι μόνο δεν ευνοούσαν αλλά παρεμπόδιζαν την ανάδυση νέων κοινωνικών σχέσεων και ταυτοτήτων. Αντίθετα, το κίνημα των πλατειών, όπως και ο Δεκέμβρης του 2008, έκαναν ακριβώς αυτό εξαιτίας μίας σειράς από συγκεκριμένα, κυρίως οργανωσιακά χαρακτηριστικά: αποδέσμευση από επίσημους και θεσμικούς φορείς συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων, ανάπτυξη οριζόντιων δομών, ενδυνάμωση τρόπων οργάνωσης και λήψης αποφάσεων οι οποίοι, έως τότε περιορίζονταν σε αντιεξουσιαστικές και αναρχικές ομάδες, το συναίσθημα της συμμετοχής σε ένα παγκόσμιο κίνημα και, τέλος, ο αναβαθμισμένος ρόλος των νέων τεχνολογιών και η δημιουργία εικονικών χώρων (Leontidou, 2012) τόσο για οργάνωση όσο και για διάδοση ιδεών, γεγονότων και αφηγήσεων.
Ταυτόχρονα, ενώ στην Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική υπάρχει σημαντική παράδοση κινημάτων πόλης, αντίστοιχα κινήματα στην Ελλάδα εμφανίζονται σε μεγάλη κλίμακα πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (Hadjimihalis, 2013). Έτσι, ενώ π.χ. στη Φρανκφούρτη (Schippers, 2016) το κίνημα Blockupy αναπτύχθηκε στη βάση ενός εκτεταμένου δικτύου κινημάτων πόλης, στην Αθήνα η διαδικασία ήταν αντίστροφη: μέσα από το κίνημα των πλατειών και στη βάση των αρχών και προταγμάτων του, πολυάριθμες πρωτοβουλίες και δίκτυα ξεπήδησαν σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας.
Ο δημόσιος χώρος ως τόπος άσκησης της πολιτικής: Στο πλαίσιο των ‘παραδοσιακών’ πρακτικών διαμαρτυρίας από τη μεταπολίτευση έως και τον Δεκέμβρη του 2008, ο δημόσιος χώρος κρατά έναν απλώς υποστηρικτικό ρόλο στα γεγονότα διαμαρτυρίας. Καθώς αυτά οργανώνονται και πραγματοποιούνται, κυρίως από κόμματα και θεσμικές συνδικαλιστικές ενώσεις, οι συμμετέχοντες στα γεγονότα διαμαρτυρίας δε συμμετέχουν σε κανέναν βαθμό στη διαμόρφωση τους, ενώ εντάσσονται εκ των προτέρων σε προκαθορισμένες συλλογικές ταυτότητες. Ο χώρος της πλατείας Συντάγματος καταλαμβάνεται αποκλειστικά λόγω της εγγύτητας με τη Βουλή, στο πλαίσιο μίας συμβολικής αντιπαράθεσης με την εκάστοτε κυβέρνηση. Επιπλέον, καθώς σημαντικό τμήμα διοργανωτών και συμμετεχόντων σχετίζονται με πολιτικά κόμματα τα οποία δραστηριοποιούνται εντός του κοινοβουλίου, η παρουσία στον δημόσιο χώρο εμφανίζεται ως υποστήριξη στη πολιτική δράση κομμάτων και δεν εστιάζει στην ανάπτυξη πολιτικών διαδικασιών εκτός του κτιρίου της Βουλής. Η κατάληψη όμως ενός δημόσιου χώρου, δε συνεπάγεται αυτόματα τη μετατροπή του σε κοινωνικό χώρο, σε αστικό κοινό: κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη διευκόλυνση της συμμετοχής χωρίς προκαθορισμούς, την ανάπτυξη πολιτικών διαδικασιών και ιδιαίτερα διαδικασίες λήψης αποφάσεων αλλά και τη δυνατότητα ανάδυσης νέων ταυτοτήτων και υποκειμένων. Κατά τη διάρκεια του κινήματος των πλατειών, εμφανίζεται για πρώτη φορά η ‘επαναεδαφικοποίηση[3] των δημοκρατικών πολιτικών στον δημόσιο χώρο’ (Kaika and Karaliotas, 2014). Στο πλαίσιο αυτό, ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται από ‘υλική βάση’ της διαμαρτυρίας σε κρίσιμο παράγοντα ανάπτυξης και εδραίωσης πολιτικής δράσης, κυρίως μέσω της λειτουργίας σε αυτόν διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Έχουμε έτσι την μετατροπή της πλατείας Συντάγματος από έναν, κατά Lefebvre, αφηρημένο σε έναν διαφοροποιημένο χώρο. Ο δημόσιος χώρος μετατράπηκε για λίγες εβδομάδες, σε αυτό που ο Σταυρίδης (2015) περιγράφει με αφορμή τον Δεκέμβρη του 2008 και το κίνημα των πλατειών ως ‘το μέσο για ένα συλλογικό πείραμα με εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης’. Η κρίσιμη παράμετρος διαφοροποίησης με μία απλή περιοδική κατάληψη του χώρου είναι ότι οι δράσεις δε περιορίστηκαν στη διαμαρτυρία αλλά ενσωμάτωσαν στοιχεία αντίστασης και παραγωγής (αφηγήσεων, κοινωνικών σχέσεων και ταυτοτήτων), ενώ ταυτόχρονα κατέστησαν την πλατεία Συντάγματος έναν χώρο ο οποίος διαχειρίστηκε μέσα από εντελώς πρωτόγνωρες διαδικασίες.
Η ουσιαστική κληρονομιά του κινήματος: Πρόσφατα, οι New York Times[4] αλλά και ο Guardian[5] αναφέρθηκαν στην ανάπτυξη οριζόντιων δομών αλληλεγγύης και αντίστασης οι οποίες υποκαθιστούν ελλείψεις και παραλείψεις του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης: καταλήψεις στέγης προσφύγων, αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, συνελεύσεις γειτονιών, δίκτυα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας αναπτύχθηκαν μαζικά μετά το 2011 ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας. Οι πρωτοβουλίες αυτές βέβαια, δεν αποτελούν μία απλή υποκατάσταση των “επίσημων” και θεσμικών δομών αλλά προτείνουν εναλλακτικά παραδείγματα τα οποία αφενός διαφοροποιούνται από φιλανθρωπικές, top-down προσεγγίσεις των κοινωνικών ζητημάτων και αφετέρου έχουν ως τον πυρήνα τους την απόπειρα δημιουργία νέων αστικών κοινών στη βάση οριζόντιων κοινωνικών σχέσεων βασισμένων στη συνδιαμόρφωση και στην αλληλεγγύη. Σημαντικό μέρος ερευνητών (Arampatzi, 2016, Rakopoulos, 2014; Koutrolikou, 2016; Vaiou and Kalandides, 2016) αλλά και τα μέχρι τώρα δεδομένα της δικής μας έρευνας υποστηρίζουν ότι ο ρόλος νέων πολιτικών υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών, τα οποία αναδύθηκαν μέσα στο κίνημα των πλατειών ή στη βάση των προταγμάτων και αξιών του, ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος και καθοριστικός για την ανάπτυξη των προαναφερόμενων δομών και δικτύων.
Συμπερασματικά, το κίνημα των πλατειών λειτούργησε σε σημαντικό βαθμό ως ένα ενδιάμεσο στάδιο, μία μεσολάβηση ανάμεσα στη διαμαρτυρία και την αντίσταση. Νέα πολιτικά υποκείμενα, αφηγήσεις, διεκδικήσεις και πρακτικές οι οποίες αναδύθηκαν στο πλαίσιο του κινήματος των πλατειών έδωσαν σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη αποκεντρωμένων δομών αντίστασης και αλληλεγγύης οι οποίες παράγουν νέες κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα σε περιοχές της Αθήνας. Ταυτόχρονα, οι νέες αυτές πρωτοβουλίες οδήγησαν – συνειδητά ή όχι- σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο για τον δημόσιο χώρο, ο οποίος μετατρέπεται σε τόπο άσκησης της πολιτικής, και δε χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως τόπος διαμαρτυρίας. Επιπλέον, πέρα από τις αρχικές διεκδικήσεις του, το κίνημα εξέφρασε την ανάγκη να επανεξετάσουμε τις ιδέες και τις πρακτικές της δημοκρατίας, προτείνοντας ένα άλλο περιεχόμενο και νοηματοδότηση, η οποία είναι εμφανής και στο πρόσφατο κίνημα Nuit Debut στην Γαλλία (Pleyers, 2016; Sitrin, 2016) Στη βάση των παραπάνω, αν και το κίνημα των πλατειών απέτυχε να ανατρέψει τις κεντρικές πολιτικές διαδικασίες απέναντι στις οποίες συγκροτήθηκε, βρέθηκε τελικά, όχι σε θέσεις εξουσίας, αλλά στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κρίσης αλλά και της από τα κάτω αντίστασης σε πολλές γειτονιές της Αθήνας. Όπως οτιδήποτε ενισχύει την αυτονομία, την αυξημένη συμμετοχή στην παραγωγή και άσκηση πολιτικής και τις δυνατότητες ανάδυσης νέων πολιτικών ταυτοτήτων και πολιτικών υποκειμένων, μόνο θετική μπορεί να είναι η παρακαταθήκη του για τα κινήματα, αστικά ή μη που θα εμφανιστούν μελλοντικά.
Πηγές
Arampatzi A. (2016) The spatiality of counter-austerity politics in Athens, Greece: Emergent “urban solidarity spaces”. Urban Studies, 53 (4), pp. 1-16
Graeber, David. 2007. Possibilities: Essays on Hierarchy, Rebellion, and Desire. Oakland: AK Press.
Hadjimichalis, Costis (2013): From Streets and Squares to Radical Political Emancipation? Resistance Lessons from Athens during the Crisis. In: Human Geography 6(2): 116–136.
Kaika, M. and Lazaros Karaliotas (2016) “The spatialization of democratic
politics: Insights from Indignant Squares”, European Urban and Regional
Studies, Vol. 23 (4), pp. 556-570
Koutrolikou, Penny (2016): Governmentalities of Urban Crises in Inner-city Athens, Greece. Antipode 48(1): 172–192.
Leontidou, Lila. 2012. Athens in the ‘Mediterranean movement of the piazzas’. Spontaneity in material and virtual public spaces. City, 16 (3), 299 – 312.
Mavrommatis G. (2015) Hannah Arendt in the streets of Athens. Current Sociology, 63 (3), pp. 432 – 449
Petropoulou, Chrysanthi. 2014. Crisis, right to the city movements and the question of spontaneity: Athens and Mexico City. City, 18 (4), 563 – 572.
Pleyers, Geoffrey. 2016. Nuit Debout: Citizens are back in the squares in Paris. Open Democracy. Available at: https://opendemocracy.net/geoffrey-pleyers/nuit-debout-citizens-are-back-in-squares-in-paris
Rakopoulos, T. (2014) “Resonance of Solidarity: Meanings of a Local
Concept in Anti-austerity Greece”, Journal of Modern Greek Studies, Vol.
32, pp. 95–119
Schipper, Sebastian (2016): Social movements in an era of post‐democracy. How the Israeli J14 tent protests of 2011 challenged neoliberal hegemony through the production of place. Social and Cultural Geography, doi: 10.1080/14649365.2016.1228115.
Sitrin, Marina. 2016. Soon we will be millions: From Paris with love and lessons. Roar. Available at: https://roarmag.org/essays/from-paris-with-love-and-lessons/
Stavrides, S. (2015) “Common space as threshold space”, Footprint,
Vol. 16, pp. 9-20
Vaiou, Dina & Ares Kalandides (2016): Practices of collective action and solidarity: reconfigurations of the public space in crisis-ridden Athens, Greece. Journal of Housing and the Built Environment 31: 457–470.
[1] Ο Δημήτρης Πέττας είναι διδάκτορας Αστικής Γεωγραφίας. Τον Σεπτέμβριο του 2017 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του “Δημόσιος χώρος, πόλη και εξουσία” από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων
[2] Η Μαρία Δασκαλάκη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Kingston, Λονδίνο.
[3] Ο επαναπροσδιορισμός και η επανα-ρύθμιση της περιοχής μέσω της εισαγωγής νέων ρυθμίσεων
[4] https://www.nytimes.com/2017/05/22/world/europe/greece-athens-anarchy-austerity.html?mcubz=1&_r=0
[5] https://www.theguardian.com/cities/2016/sep/21/athens-unofficial-community-hope-government-failures?CMP=share_btn_fb